Διαδικασία κατα την οποία το υποκείμενο προσπαθεί να δώσει μια συλλογιστική διατύπωση στις ψυχικές συγκρούσεις του και στις συγκινήσεις του με σκοπό να τις ελέγξει.
Ο όρος εκλαμβάνεται συχνότερα απο την κακή του πλευρά. Υποδηλώνει, ιδιαίτερα κατα τη θεραπεία, την υπέροχη της αφηρημένης σκέψης σε σχέση με την ανάδυση και την αναγνώριση συναισθημάτων και φαντασιώσεων.
Οι ανθρωποι δηλαδή που χρησιμοποιούν αυτό το μηχανισμό παρουσιάζουν τα προβλήματα τους μόνο με ορθολογιστικούς και γενικούς όρους. Ο ένας, μπροστά σε μια ερώτικη επιλογή θα αναπτύξει λεπτομερώς τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του γάμου και του ελεύθερου έρωτα αντί να μιλήσει για το αντικείμενο αγάπης που σκέφτεται να πλησιάσει και τους φόβους απόρριψης που εχει απο τη σχέση του με τη μητερα του. Κάποιος άλλος, αν και ανακαλεί σωστά την ιστορία του, τον χαρακτήρα του, τις ιδιαίτερες ψυχικές συγκρούσεις του, τις διατυπώνει ευθύς εξαρχής με όρους μιας συνεπούς ανακατασκευής, που μπορει μάλιστα να δανείζεται απο την ψυχαναλυτική γλώσσα (π.χ ανακαλώντας την «αντίθεση στην εξουσία» αντί να μιλάει για τις σχεσεις με τον πατέρα του).
Η διανοητικοποίηση ειναι πολύ δημοφιλής ανάμεσα σε ανθρώπους με υψηλό μορφωτικό επίπεδο αλλα και σε όσους χρησιμοποιούν την λογική για να λύσουν όλα τους τα προβλήματα. Οι πρώτοι μπορει να διανύσουν ατελείωτα πνευματικά χιλιόμετρα μεχρι απο την κούραση να παραδεχτούν οτι κάνουν διανοητικούς κύκλους προκειμένου να φτάσουν σε αυτό το θέμα που αποφεύγουν να θέσουν ενώ οι δεύτεροι εκπλήσσονται, μένουν άναυδοι με την απλότητα της ψυχαναλυτικής τεχνικής η οποία μεσω της ερμηνείας καταρρίπτει το μέσα σε χρόνια φτιαγμένο λογικό τους οικοδόμημα σε δυο δευτερόλεπτα.
Η διανοητικοποίηση εμπεριέχει μεταθέσεις και συμπυκνώσεις όπως ακριβώς και η ονειρική διαδικασία. Ουσιαστικά ειναι το όνειρο του νευρωτικου εν εγρηγόρσει.