Για τούτο ακριβώς το λόγο η σεξουαλικότητα εχει ολοκληρωμένο νοημα οταν καλείται «Ψυχοσεξουαλικότητα».
Η ψυχοσεξουαλικοτητα εχει αποτελέσει και συνεχίζει να αποτελεί εναν σημαντικό αντικειμενο έρευνας για την επιστημονική κοινότητα. Χιλιάδες τόμοι εχουν γραφτεί, βασισμένοι σε θεωρίες και επιστημονικές έρευνες προκειμένου να εκφράσουν την φυσιολογια της σωματικής σεξουαλικότητας, την εκφραση της ψυχικης σεξουαλικότητας, την προέλευση των επιθυμιών της, τις αποκλίσεις της και τον ορισμό των αποκλίσεων, κτλ. Το πεδίο ερεύνης στην ψυχοσεξουαλικοτητα ειναι τεράστιο.
Εδω θα ασχοληθούμε μονο με μερικες εκφάνσεις της ψυχο σεξουαλικότητας οπως τον αυνανισμό, την ομοφυλοφιλια, με μερικές απο τις δυσλειτουργίες της οπως π.χ διαταραχες σεξουαλικης επιθυμίας, διαταραχες σεξουαλικης διέγερσης, διαταραχες οργασμού, και με μερικές διαταραχες της ψυχοσεξουαλικότητας στις οποίες εχει δοθεί ο ειδικος ορισμός «παραφιλίες» οπως π.χ ο σεξουαλικος σαδισμός, η ηδονοβλεψια και ο παρενδυσιακος φετιχισμός. Για όλες τις διαταραχες της σεξουαλικης σφαιρας χωρις οργανικό υπόβαθρο, η ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικου τύπου αποτελεί την πρωτη θεραπευτική επιλογη.
Οι διαταραχες της σεξουαλικης επιθυμίας διαιρούνται σε δυο κατηγορίες α) διαταραχη υποτονικής σεξουαλικης επιθυμίας η οποια χαρακτηρίζεται απο ανεπαρκεια η απουσία σεξουαλικών φαντασιώσεων και επιθυμίας για σεξουαλικη δραστηριοτητα και β) διαταραχη σεξουαλικης αποστροφής η οποια χαρακτηρίζεται απο αποστροφή και αποφυγή της γενετησιας σεξουαλικης επαφής με ενα σεξουαλικο συντροφο. Η πρωτη κατάσταση ειναι συνηθέστερη της δεύτερης και υπολογίζεται οτι το 20 % του συνολικου πληθυσμού εχει διαταραχη της υποτονικης σεξουαλικης επιθυμίας. Η ενόχληση ειναι συχνοτερη στις γυναικες απ´ότι στους άνδρες.
Στις γυναικες οργασμικη διαταραχη ονομάζουμε την επαναλαμβανόμενη και επιμονη αναστολή του οργασμού, οπως εκδηλώνεται απο την απουσία οργασμού μετα απο μια φυσιολογική φαση σεξουαλικης διέγερσης η οποια ηταν επαρκής όσον αφορά στην εστίαση, στην ένταση και στην διαρκεια.
Στην ανδρική οργασμικη διαταραχη ο άνδρας φθάνει σε εκσπερμάτωση, οταν φθάνει, στη διαρκεια της συνουσιας με μεγαλη δυσκολία. Ενας άνδρας υποφέρει απο πρωτοπαθή οργασμικη διαταραχη αν δεν ηταν ποτε ικανός να εκσπερματισει στη διαρκεια της συνουσίας. Η διαταραχη διαγιγνώσκεται ως επίκτητη οταν αναπτύσσεται μετα απο προηγούμενη φυσιολογική λειτουργικότητα.
Μερικες απο τις παραφιλιες ειναι ο σεξουαλικος σαδισμος, η ηδονοβλεψία, ο παρενδυσιακος φετιχισμος, η επιδειξιο μανία, ο φετιχισμός, η εφαψιομανία, η παιδοφιλία, ο σεξουαλικος μαζοχισμος, η κοπρο/ουρο λαγνεία, η νυμφομανία, η δυσφορία του σεξουαλικού προσανατολισμου. Εδω θα περιγράψουμε τις τρεις πρώτες.
Ο αυνανισμός ειναι συνήθως ενας φυσιολογικός προδρομος της σχετιζομενης με αντικειμενο σεξουαλικης συμπεριφοράς. Εχει λεχθεί οτι καμμια αλλη μορφή σεξουαλικης δραστηριότητας δεν εχει συζητηθεί τοσο πολυ, δεν εχει καταδικαστεί τοσο απερίφραστα, και δεν εχει εφαρμοστεί περισσοτερο, οσο ο αυνανισμός.
Στην ψυχαναλυτική θεωρια όταν αναφερόμαστε στην σεξουαλικότητα, εννοούμε οτιδήποτε είναι συνδεδεμένο με την ευχαρίστηση, όπως για παράδειγμα το φαγητό, η αφόδευση, ο ύπνος, κτλ. Η σεξουαλική δραστηριότητα αυτή καθ´ εαυτή λίγο εμπλέκεται στα ψυχογενή σεξουαλικά προβληματα καί στις περισσότερες περιπτώσεις αφορά διάφορες άλλες ψυχολογικές αιτίες. Οταν υπαρχουν ανατομικά θέματα η οργανική αιτιολογία τοτε τα σεξουαλικα προβληματα θεραπευονται απλως με την ανατομική – οργανική αποκατάσταση των βλαβών.
Επειδή η σεξουαλικότητα είναι ευαίσθητος τομέας στην ζωή ενός ανθρώπου, πολλές φορές ο πάσχων αισθάνεται ότι δεν θα μπορέσει να μιλήσει για την σεξουαλικότητά του. Ντρέπεται καί φοβάται ότι θα εκτεθεί καί ότι θα κριθεί. Ομως στην ψυχοθεραπεία δημιουργούνται συνθήκες παλινδρόμησης και αυτο βοηθάει στο να ξαναζήσει ο ασθενης την παιδική του ηλικία αυτη τη φορά ομως με τη βοήθεια του ειδικού – γονιού ο οποίος γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει στην καθε φάση ανάπτυξης και πως να να αντιμετωπισει καθε ψυχοσεξουαλική ανάγκη.
Η ντροπή για παράδειγμα, είναι συνηθισμένο φαινόμενο και εμφανίζεται με την επιρροή των κανόνων και των περιορισμών που προέρχονται απο το πολιτισμικό πλαίσιο. Πολλές φορές συνοδοιπορεί με την ενοχή και εναλλασσεται με αυτήν. Η κριτική ειναι μέρος της ενοχικής διεργασίας και οσο εντονότερα εχει γίνει μέρος του εαυτού τοσο μεγαλύτερη απώθηση εχει υποστεί και τοσο μεγαλύτερα ψυχολογικά προβλήματα δημιουργεί στο άτομο.
Η ομοφυλοφιλία εξαλείφθηκε ως διάγνωση ψυχικής διαταραχής απο την αμερικάνικη ψυχιατρική εταιρεία το 1973 και απομακρύνθηκε απο το διαγνωστικο και στατιστικο εγχειρίδιο των ψυχικών διαταραχών. Αυτή η κίνηση ήταν αποτέλεσμα της άποψης οτι η ομοφυλοφιλία είναι ένας τρόπος ζωής και όχι παθολογική διαταραχή. Η ομοφυλοφιλία εμφανίζεται με κάποια κανονικότητα στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα.
Ο όρος «ομοφυλόφιλος» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανοιχτή συμπεριφορά, το σεξουαλικό προσανατολισμο και την αίσθηση της προσωπικής ή κοινωνικης ταυτότητας ενός ατόμου. Ο Hawkins έγραψε ότι οι όροι «gay» και «λεσβία» αναφέρονται σε ένα συνδυασμό της προσωπικής αντίληψης της ταυτότητας και της κοινωνικης ταυτότητας. Οι όροι αντανακλούν το γεγονός ότι το άτομο έχει καποια αίσθηση οτι αποτελεί μέρος της κοινωνικης ομάδας που έχει το ίδιο ονομα.
Η πρώτη μεγάλη έρευνα για την ομοφυλοφιλία διενεργήθηκε από τον Alfred C. Kinsey το 1948. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, οι άνδρες σε ποσοστό 10% είναι ομοφυλόφιλοι και οι γυναίκες σε ποσοστού 5%. Βρέθηκε επίσης οτι σε ποσοστό 37% οι ερωτηθέντες ανέφεραν μία ομοφυλοφιλική εμπειρία κάποια στιγμή στην ζωης τους συμπεριλαμβανομένων των σεξουαλικών δραστηριοτήτων της εφηβείας. Ομως απο το 1948 ενας μεγάλος αριθμός μελετών εχει αναθεωρησει αυτες τις εκτιμήσεις δινοντας χαμηλότερα ποσοστά. Ετσι μια μελέτη του 1988 του γραφείου απογραφών των ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα οτι ο επιπολασμός της ανδρικής ομοφυλοφιλιας ειναι 2-3%. Επισης μια μελέτη του 1989 του πανεπιστημιου του Σικαγο βρήκε οτι λιγότερο απο 1% και των δυο φύλων ειναι αποκλειστικά ομοφυλοφιλοι. Το 1993 το ινστιτούτο Alan Guttmacher βρήκε οτι το ποσοστο των ανδρών που ανέφερε αποκλειστικά ομοφυλοφιλικη δραστηριότητα στη διαρκεια του τελευταίου χρόνου ειναι 1% και οτι σε ποσοστο 2% ανέφεραν ιστορικο ομοφυλόφιλων σεξουαλικών εμπειριών στη διάρκεια της ζωης. Από τη στιγμή λοιπον που οι έρευνες γύρω απο το σεξ ειναι αναξιόπιστες, δεν υπαρχουν ακριβή δεδομένα. Η ψυχαναλυτικη θεωρια ομως διατυπώνει την άποψη οτι οι άνδρες παραδίδονται συμβολικά στον πατέρα επειδη για διάφορους σημαντικούς ψυχικούς λόγους δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν μαζι του (π.χ επειδή ο πατερας ηταν απομακρος, ασκουσε υπερβολική κριτική και τελικά δεν προσφερθηκε ως αντικειμενο ταύτισης, η/καί ασυνείδητα προσπάθησε να ευνουχίσει τον γυιο του) και οι γυναικες δεν μετεφεραν τελικά την σεξουαλικη τους προτίμηση προς το άλλο φύλο και αυτό συνέβη και παλι για διάφορους σημαντικούς ψυχικά λόγους οπως για παραδειγμα οτι δεν παραιτηθηκαν απο την αρχική καθήλωση στη μητερα ως αντικειμένου αγάπης.
Η «ομοφυλοφοβία» ειναι η αρνητική στάση ή ο φόβος προς την ομοφυλοφιλία και τους ομοφυλόφιλους. Ο ετεροσεξισμός είναι η πεποίθηση ότι η ετερόφυλη σχέση είναι προτιμότερη από κάθε άλλη. Η θέση αυτή συνεπάγεται πολιτική διακρίσεων και δίωξης όσων εμπλέκονται σε άλλες μορφές σεξουαλικότητας.
Στην Ελλάδα έχουμε ιδιαιτέρως αυξημένα προβλήματα ντροπής και ενοχής με πολλαπλές αιτιολογίες οι οποίες δημιουργούν σοβαρή ψυχοπαθολογία. Η κυριότερη αιτία είναι το αίσθημα χαμηλής αυτοεκτίμησης το οποιο εδράζεται στην βρεφικη ηλικία κι εχει να κάνει με την μητρική φιγούρα η οποια δεν μπορεί να ενδιαφερθεί για τις ανάγκες του βρέφους παρά μόνο να ικανοποιήσει τις δικές της ανάγκες, ομως υπάρχουν πολλοί άλλοι παράπλευροι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την ψυχοσεξουαλικότητα οπως για παράδειγμα η αδιαφορία του πατέρα προς τη μητέρα και τα παιδιά, και κατα συνέπεια η απώλεια της πατρικής στοργής η οποια είναι απαραίτητη για το αίσθημα οικειότητας στην προσσέγγιση με τους άλλους ανθρώπους, επίσης είναι απαραίτητη για την μείωση του άγχους το οποίο προκύπτει απο την επαφή με την εξουσία και οπωσδήποτε απαραίτητο για την ανάπτυξη του αισθήματος ασφάλειας (αλλά και ταύτισης για τα αγόρια).
Άλλα πάλι προβλήματα προκύπτουν από τα στερεότυπα της σεξουαλικότητας και της συμπεριφοράς γύρω απο το θέμα της σεξουαλικότητας τα οποια επιβάλλονται με αυστηρούς περιορισμούς οπως π.χ αυτές ειναι γυναικείες δουλειές, ή τα κορίτσια δεν πρέπει να αντιμιλάνε, ή τα αγόρια δεν πρέπει να μασάνε τσίχλα κτλ. Επίσης η κτητικότητα των ανθρώπων που υποτιθεται οτι ανατρέφουν παιδια η οποία κατασπαράζει την βούληση του ατόμου και θέλει να μετατρέψει το άτομο σε αντίγραφο του γονιού. Στην Ελλαδα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ειναι κατασπαραγμένο από τους γονείς του. Επίσης τα όρια τα οποια λείπουν παντελώς απο την Ελληνική οικογένεια, η έννοια της ευθύνης η οποια αφαιρείται σαν δικαίωμα απο τα παιδιά, και τέλος το γεγονός οτι τα παιδιά αναλαμβάνουν να μεγαλώσουν συναισθηματικά τους γονείς τους χωρίς φυσικά αυτο να είναι μέρος της φυσιολογικής ψυχολογικης τους ανάπτυξης. Ενας σωρός απο προβλήματα γεμίζουν και φορτώνουν την Ελληνική οικογένεια με αντίκτυπο σε όλες τις εκφάνσεις του ψυχισμου και φυσικά της ψυχοσεξουαλικότητας.
Αντίστοιχα με τις ψυχοσωματικές διαταραχές συμβαίνουν καί οι ψυχοσεξουαλικές διαταραχές. Καί πάλι ένα συμβολικό περιεχόμενο μετατρέπεται η μετατίθεται σε ανηδονία, απώλεια στύσης, ανημπόρια οργασμού – ευχαρίστησης, παραφιλια, διαταραχη σεξουαλικης διεγερσης, κτλ.
Όπως καί στις ψυχοσωματικές διαταραχές, έτσι κι εδώ καί πάλι δεν υπάρχουν οργανικές ενδείξεις καί οι εξετάσεις είναι καθαρές. Όμως σε συναισθηματικά βαθύτερο επίπεδο υπάρχουν ασυνείδητες αιτίες οι οποίες εξυπηρετούν την συντήρηση του προβλήματος. Όταν εκείνες αναδυθούν θα ξεκινήσει καί η διαδικασία της θεραπευτικής αποκατάστασης.
Η μόνη θεραπεια η οποία ενδύκνειται για τις ψυχοσεξουαλικές διαταραχές διότι ανακαλύπτει τις ρίζες των προβλημάτων και συνειδητοποιεί την απωθημένη αιτιολογία μαζι με την συναισθηματική της επένδυση, ειναι η ψυχοθεραπεια ψυχαναλυτικου τύπου.