Ως περιγεννητική απώλεια ορίζεται ο θάνατος που επέρχεται ανάμεσα στην 20η εβδομάδα της κύησης και τον πρώτο μήνα της ζωής. Εδώ περιλαμβάνονται οι αυτόματες εκτρώσεις (αποβολές), ο θάνατος του εμβρύου, ο τοκετός νεκρού εμβρύου και ο νεογνικός θάνατος.
Παλαιότερα ειχε υποτιμηθεί ο ισχυρός δεσμός που υπάρχει ανάμεσα στο μελλοντικό ή νέο γονέα και στο έμβρυο ή το νεογνό. Σήμερα αναγνωρίζεται οτι η περιγεννητική απώλεια ειναι ενα σημαντικό τραύμα και για τους δυο γονείς. Οι γονείς που ζουν μια τέτοια εμπειρία περνάνε μέσα απο μια περίοδο πένθους, που μοιάζει πολύ με αυτό που βιώνει κανεις οταν χάνει κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο. Η συναισθηματική σύνδεση λοιπόν με το παιδί αρχίζει πριν τον τοκετό. Ετσι, θλίψη και πένθος μπορούν να εμφανιστούν μετά την απώλειά του. Τα αισθήματα πένθους μπορει να μειωθούν αν επακολουθήσει άλλη εγκυμοσύνη, αυτό όμως δεν εξουδετερώνει την ανάγκη για πένθος. Τα παιδιά που γεννιούνταν μετά απο μια τέτοια εγκυμοσύνη , τα λεγόμενα αναπληρωματικά παιδιά, κινδυνεύουν να γίνουν αντικείμενα υπέρπροστασίας και να εμφανίσουν μελλοντικά ψυχικά προβλήματα.