Margaret Schonberger Mahler
Βιογραφικά Στοιχεία
Η Margaret Schönberger Mahler (May 10, 1897 – October 2, 1985) ηταν Ουγγαρέζα γιατρός που αργότερα ενδιαφέρθηκε για την ψυχιατρική. Το βασικό της ενδιαφέρον ηταν γυρω από την φυσιολογική παιδική ανάπτυξη αλλά διέθεσε πολύ χρόνο με παιδιά που έπασχαν απο ψυχώσεις και ερεύνησε τον τρόπο με τον οποίο φτάνουν στον «εαυτό». Ετσι ανέπτυξε σταδιακά την θεωρία της η οποία ειναι γνωστή στην κεντρική σκηνή της ψυχανάλυσης ως «φάση αποχωρισμού-εξατομίκευσης»
Γεννήθηκε από μια εβραϊκή οικογενεια σε μια μικρη πόλη της δυτικής Ουγγαρίας (Sopron). Μαζί με την νεότερη αδερφή της αντιμετώπισαν δυσκολίες στην παιδική τους ηλικία εξαιτίας του προβληματικού γάμου των γονιών τους. Ο πατέρας της την ενθάρρυνε να προχωρήσει στα μαθηματικά και σε άλλες επιστημες. Αφού τελείωσε τα σχολικά χρόνια προχώρησε σε περαιτέρω εκπαιδευση στην Βουδαπέστη παρόλο το γεγονός οτι στην εποχή της δεν ηταν συνηθισμένο να προχωρούν οι γυναίκες σε ανώτερες σπουδές. Η Βουδαπέστη ειχε μεγάλη επιρροή στην ζωή και την καριέρα της. Γνώρισε τον Ούγγρο ψυχαναλυτή Sándor Ferenczi, γοητεύτηκε από την έννοια του ασυνειδήτου και ξεκίνησε να διαβάζει Freud.
Το Σεπτέμβριο του 16 ξεκίνησε ιστορία της τέχνης στο πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης αλλα τον Ιανουάριο του 17 μεταπήδησε στην ιατρική. Τρία εξάμηνα αργότερα ξεκίνησε ιατρική εκπαίδευση στο πανεπιστήμιο του Μονάχου αλλά αναγκάστηκε να φύγει λόγω των εντάσεων έναντι των Εβραίων. Την άνοιξη του 20 πήγε στο πανεπιστήμιο της Jena και εκεί συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό είναι το παιχνίδι και η αγαπη για τα βρέφη ως προς την ψυχική και σωματική τους υγεία. Αποφοιτεί το 22 με άριστα. Πηγαίνει στη Βιέννη για να πάρει την άδεια να ασκήσει ιατρική. Εκεί μεταπηδά απο την παιδιατρική στην ψυχιατρική και το 26 ξεκινά την ψυχαναλυτική της εκπαίδευση με την Helene Deutsch. Επτά χρόνια αργότερα γινεται δεκτή ως αναλύτρια. Η Mahler αγαπούσε να δουλεύει με παιδιά. Της άρεσε ο τρόπος που τα παιδιά της έδειχναν την προσοχή τους και την χαρά τους καθώς συνεργάζονταν μαζί της.
Το 36 παντρεύεται τον Paul Mahler. Μετακομίζουν στην Βρετανία λόγω της ανόδου των ναζί και το 38 πηγαίνουν στις ΗΠΑ. Παίρνει την άδεια να δουλέψει στην νέα Υόρκη και ξεκινάει να δουλεύει ιδιωτικά σε ενα υπόγειο. Το 39 γνωριζεται με τον παιδίατρο Benjamin Spock και το 40 δίνει ενα σεμινάριο γυρω απο την ανάλυση παιδιών το οποίο την βοηθάει ώστε να αναγνωριστεί ως ειδική στην ανάλυση παιδιών.
Γινεται μέλος του ινστιτούτου ανθρώπινης ανάπτυξης, του μορφωτικού ινστιτούτου και της ψυχαναλυτικής εταιρειας της νέας Υόρκης. Το 48 δουλεύει σε κλινικές μελέτες περιπτώσεων παιδικών ψυχώσεων.
Η μαλερ δούλεψε ως ψυχαναλύτρια με διαταραγμένα παιδιά. Το 50 μαζί με τον Manuel Furer ίδρυσε το κεντρο παιδιου στο Μανχάτταν το οποιο συνεργαζόταν με το Sinai hospital. Εκεί ανέπτυξε το τριμερές θεραπευτικό μοντέλο στο οποίο η μητερα συμμετείχε στην θεραπεία του παιδιου.
Επισης ξεκίνησε μια δομημένη διερεύνηση σοβαρων διαταραχών της παιδικής ηλικίας και έδωσε έμφαση στην σημασία του περιβάλλοντος για το παιδί. Ειδικότερα ενδιαφέρθηκε ιδιαιτέρως για την δυαδικότητα μητερας παιδιού και κατέγραψε προσεκτικά την επίπτωση των πρόωρων αποχωρισμών των παιδιών από τις μητέρας τους. Αυτή η καταγραφή ήταν η πιο σημαντική συνεισφορά της στην ανάπτυξη της ψυχαναλυσης γιατί την οδήγησε στην τεκμηρίωση των παρατηρήσεων της όσον αφορά στο τροπο με τον οποιο ο άνθρωπος που εχει κοινό Εαυτο με την φιγούρα που τον φροντίζει, τελικά γινεται άτομο μέσα απο την διαδικασία αποχωρισμού εξατομίκευσης.
Η διαδικασία αποχωρισμού εξατομίκευσης μπορεί να ειδωθεί σαν την ψυχολογική γέννηση του βρέφους η οποία συμβαίνει μεσα σε μία χρονική περίοδο όπου το παιδί αρχίζει να αποχωρίζεται την μητερα του και ξεκινάει να αποκτάει ατομικότητα. Η μαλερ έριξε φως στα φυσιολογικά και μη φυσιολογικά χαρακτηριστικά της αναπτυξιακής ψυχολογίας του εγώ. Δούλεψε με ψυχωτικά παιδιά σε μια εποχή που η ψύχωση δεν ειχε μελετηθεί επαρκώς στο ψυχαναλυτικό πεδίο. Η συμβιωτικότητα ηταν σημαντικότατη έννοια για τη μαλερ. Η πιο σημαντική βιβλιογραφική της δουλειά είναι The Psychological Birth of the Human Infant: Symbiosis and Individuation, written in 1975 with Fred Pine and Anni Bergman
Το 49 η μαλερ σκιαγράφησε την θεωρία της οτι τα βρεφικά ψυχωτικα σύνδρομα τα οποία ομοιάζουν της σχιζοφρένειας, ηταν στην βάση τους είτε αυτιστικά είτε συμβιωτικά. Το 55 εισήγαγε με τον Gosliner την υπόθεσή της περί παγκοσμιότητας της συμβιωτικής περιόδου καθώς επισης της υπόθεσης μιας υποχρεωτικής διαδικασίας αποχωρισμού εξατομίκευσης στην φυσιολογική ανάπτυξη. Οι υποθέσεις αυτες οδήγησαν σε αντίστοιχη έρευνα η οποία σχεδιάστηκε για να μελετήσει τις μεγαλύτερες αποκλίσεις μεταξύ της υποτιθέμενης φυσιολογικής συμβιωτικής σχέσης και της τέλειας αποτυχίας της υποχρεωτικής ενδοψυχικής διαδικασίας αποχωρισμού – εξατομίκευσης. Στα αρχικά στάδια η έρευνα περιορίστηκε στην μελέτη των συμβιωτικά ψυχωσικων παιδιών και των μητέρων τους. Ομως η αναγκαιότητα για την εγκυρότητα των παραπάνω υποθέσεων στην φυσιολογική ανθρώπινη ανάπτυξη έγινε όλο και περισσότερο εμφανής στους ερευνητές. Χρειαζόταν μια συγκριτική παράλληλη μελέτη με φυσιολογικά μωρά και μητέρες ώστε να θεμελιώσει την παγκοσμιότητα των υποθέσεων. Ετσι το 59 ξεκίνησε η διερεύνηση μιας ομάδας ελέγχου φυσιολογικών (average) μητέρων με τα παιδιά τους. Ηταν μια πιλοτική μελέτη της ανάπτυξης της ταυτοτητας του εαυτού και των διαταραχών αυτης. Ουσιαστικά σκοπός τη μελετης ηταν να μάθουμε πως τα υγιή παιδιά φτάνουν στην αίσθηση της ατομικής οντότητας και της ταυτοτητας. Στην έρευνα αυτή σύντομα προστέθηκαν και μέλη του εθνικού συνδέσμου ψυχικής υγείας ο οποίος εκείνο το διάστημα ειχε σχεδιάσει μελέτη γυρω απο τη νοημοσύνη των σχιζοφρενικών παιδιών. Στην μελέτη αυτη υπήρχε ομάδα ελέγχου φυσιολογικών βρεφών οπότε η συμπληρωματικότητα των μελετών ηταν εμφανής. Λόγω αυτης της συμπληρωματικότητας λοιπόν των δυο ερευνών γινοταν αναγκαία η δημιουργία μιας καινοτόμου μεθοδολογίας η οποία τελικά καταρτίστηκε και ξεκίνησε το 61 από τον Dr Fred Pine.
Καθώς η μεθοδολογία εξελισσόταν και οδηγούσε σε πιο συστηματικές, ψυχαναλυτικά προσανατολισμένες παρατηρήσεις, οι συντονισμένες προσπάθειες των Mahler, Furer, Pine, Bergman και πολλών συνεργατών, κατέληξαν στο συμπέρασμα οτι οι ρίζες της βρεφικής ψύχωσης πρέπει να διερευνηθούν στο δεύτερο μισό του πρώτου χρόνου ζωής και στον 2ο χρόνο ζωής. Αυτό το χρονικό διάστημα με τον καιρό αναγνωρίστηκε ως σημαντικό στην φάση αποχωρισμού-εξατομίκευσης της ανάπτυξης. Η Mahler ειχε πεί οτι ο σκοπός της προτεινόμενης έρευνας ηταν να επικυρώσει την ύπαρξη των 4 υπο φάσεων της διαδικασίας αποχωρισμού – εξατομίκευσης μεσω εκτεταμένης χρονολογικά μελέτης ενός άλλου γκρουπ με ζεύγη μητέρων παιδιών και να οριοθετηθούν από τη μια πλευρά οι συμπεριφορές αλληλεπίδρασης (patterns) οι οποίες ειναι τυπικές σε κάθε φάση και απο την αλλη πλευρά το αναπτυξιακό τυπικό δυναμικό των παιδιών το οποίο συμβαίνει σε κάθε υπο φάση.
Οι ερευνητές πίστευαν οτι η γνώση η οποία θα προέκυπτε σχετικά με αυτή την λίγο γνωστή περίοδο της ανάπτυξης, θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην αποτροπή βαριάς συναισθηματικής διαταραχής.
Η μαλερ και οι συνεργάτες της έλεγαν οτι η βιολογική γέννηση του ανθρώπινου βρέφους και η ψυχολογική γέννηση του ατόμου δεν συμπίπτουν χρονικά. Η βιολογική ειναι ένα δραματικό, παρατηρήςιμο και καλά περιγεγραμμένο γεγονός ενώ η ψυχολογική γέννηση είναι μία αργά ξεδιπλούμενη ενδοψυχική διαδικασία. Για τον (λιγότερο ή περισσότερο) φυσιολογικό ενήλικο, η εμπειρία του εαυτού του σαν μία οντότητα η οποία είναι ταυτόχρονα πλήρως ξεχωριστή από τον έξω κόσμο αλλά και πλήρως μέσα σε αυτόν , εκλαμβάνεται σαν μία δεδομένη κατάσταση στη ζωή. Η κατασταση συνειδητότητας του εαυτού και η χωρίς συνειδητότητα κατασταση του εαυτού, ειναι δυο πόλοι μεταξύ των οποίων ο εαυτός κινείται με διαφορετικό βαθμό ευκολίας και με διαφορετικό βαθμό τροποποιήσεων.
Αναφερονται δηλαδή στην ψυχολογική γέννηση του ατόμου ως διαδικασία αποχωρισμού – εξατομίκευσης. Είναι, αναλυτικά, η εγκαθίδρυση μιας αίσθησης «ξεχωριστού» από έναν κόσμο πραγματικότητας και «σε σχέση» με έναν κόσμο πραγματικότητας, ιδιαιτέρως όσον αφορά στις σωματικές εμπειρίες του ατόμου καθώς επίσης όσον αφορά στον κύριο εκπρόσωπο του κόσμου όπως το βρέφος τον βιώνει: Το πρωταρχικό αντικείμενο.
Όπως κάθε ενδοψυχική διαδικασία, ετσι και αυτή αντηχεί σε όλη την διάρκεια του κύκλου ζωής. Δεν τελειώνει ποτέ, παραμένει παντού ενεργή. Νέες φασεις του κύκλου ζωής έρχονται αντιμέτωπες με νέα παράγωγα των πρώιμων διαδικασιών τα οποία ακόμα δρούν. Αλλά τα κύρια ψυχολογικά επιτεύγματα αυτής της διαδικασίας λαμβάνουν χώρα στην περιόδο από τον 4ο ή 5ο μήνα έως τον 30ο ή 36ο μήνα, μία περίοδο στην οποία αναφερόμαστε ως: φάση αποχωρισμού-εξατομίκευσης.
1η υπο φάση: Differentiation and the Development of the Body Image (διαφοροποίηση και ανάπτυξη της σωματικής εικόνας)
2η υπο φάση: Practicing
3η υπο φάση: Rapprochement
4η υπο φάση: Consolidation of Individuality and the Beginnings of Emotional Constancy
Ποια ειναι όμως η κατασταση η οποία επικρατεί από 0 έως 4-5 μηνών;
Ομως στις εβδομάδες που προηγούνται της εξέλιξης προς την συμβίωση, οι καταστάσεις ύπνου ή ομοιάζοντες των καταστάσεων του ύπνου στο νεογέννητο και το πολυ νεαρό βρεφος υπερτερούν των καταστάσεων της διέγερσης – εγρήγορσης. Προκειται για απομεινάρια εκείνης της πρωταρχικής καταστασης της libido η οποία επικρατούσε στην ενδομήτριο ζωη και ομοιάζει στο μοντέλο ενος κλειστού μοναδιαίου συστήματος, αυτάρκους μέσα στην παραισθησιακή επιθυμία του για ολοκλήρωση.
Ο Φρόυντ χρησιμοποίησε το αυγό σαν ενα μοντέλο κλειστού ψυχολογικού συστήματος: «ενα κοντινό παράδειγμα ενος σωματικού συστήματος κλειστού προς τα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου και ικανό να ικανοποιήσει ακομα και τις διατροφικές απαιτήσεις του με αυτιστικό τρόπο, μπορεί να ειδωθεί στα αυγά των πουλιών όπου η προμήθεια φαγητού ειναι κεκλεισμένη στο κέλυφος οπότε η φροντίδα της μητέρας περιορίζεται στην παροχή ζεστασιάς.
Στην φυςιολογικη αυτιστική φάση υπάρχει μία σχετική απουσία επένδυσης σε εξωτερικά ερεθίσματα (ειδικά σε εκείνα στα οποία υπάρχει απόσταση). Αυτη ειναι η περίοδος στην οποία το εμπόδιο προς τα ερεθίσματα είναι ξεκάθαρο. Η εγγενής μη απαντητικότητα του βρέφους στα εξωτερικά ερεθίσματα ειναι εμφανής. Το βρεφος περνά σχεδόν όλη τη μέρα σε μια μισό-κοιμισμένη μισό-ξύπνια κατασταση. Ξυπνάει κυρίως οταν η πείνα ή άλλες εντάσεις αναγκών του προκαλούν κλάμα. Μετά, οταν ικανοποιηθούν οι ανάγκες του βυθίζεται και πάλι σε ύπνο. Οταν με άλλα λόγια, ανακουφιστεί από το πλεόνασμα των εντάσεων.
Κυρίαρχες σε αυτή την φάση δεν είναι οι ψυχολογικές αλλά οι σωματικές διαδικασίες και οι λειτουργίες αυτής της περιόδου μπορούν να γίνουν κατανοητές με όρους σωματικούς. Το βρεφος προστατεύεται από τις εντάσεις των ερεθισμάτων μέσα σε μία κατάσταση η οποία προσεγγίζει την κατασταση πριν την γέννηση. Με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η σωματική ανάπτυξη. Αυτές οι πρώτες εβδομάδες ζωής έχουν ονομαστεί από την μαλερ και τους συνεργάτες της «φυσιολογικός αυτισμός» επειδή το βρεφος φαινεται να είναι σε μια κατασταση πρωτόγονου παραισθησιογόνου αποπροσανατολισμού στον οποίο η ικανοποίηση των αναγκών φαίνεται να ανήκει στην δική του χωρίς όρους παντοδύναμη αυτιστική τροχιά.
Όπως εχει πει ο ribble (1943) είναι ο τρόπος της μητρικότητας ο οποίος σταδιακά φέρνει το νεαρό βρεφος εξω από την εγγενή του τάση προς την σπλάχνική παλινδρόμηση και μέσα σε μια αυξανόμενη αισθητηριακή ευαισθητοποίηση και επαφή με το περιβάλλον. Με όρους ενέργειας ή λιβιδινικής επένδυσης, αυτο σημαινει ότι μία προοδευτική μετατόπιση της libido πρέπει να λάβει χώρα από το εσωτερικό του σώματος. (Greenacre 45, Mahler 52).
Υπό την παρούσα κατασταση θα προτείναμε μια διάκριση ως προς την φάση του πρωταρχικού ναρκισσισμού. Κατα την διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της εξω μητριας ζωής, κυριαρχεί ένα στάδιο απόλυτου πρωτογενούς ναρκισσισμού το οποίο σημαδεύεται από το γεγονός ότι το βρεφος αγνοεί οτι υπαρχει μητρικός αντιπρόσωπος. Αυτό το στάδιο εχει ονομάσει η μαλερ φυσιολογικό αυτισμό. Αυτό το στάδιο ακολουθείται από μία αλλη περίοδο θολής «συνείδησης» όπου η ικανοποίηση των αναγκών δεν μπορεί να παρασχεθεί από τον εαυτό αλλά προέρχεται από κάπου άλλού, έξω από τον εαυτό. Αυτό είναι το στάδιο που ο Ferenczi ειχε ονομάσει απόλυτη ή χωρίς όρους παραισθησιακή παντοδυναμία. Παραφράζοντάς τον, η ομάδα της μαλερ ονόμασε αυτό το στάδιο του πρωταρχικού ναρκισσισμού conditional hallucinatory omnipotence. (Υπο συνθήκες Παραισθησιακή παντοδυναμία)
Το φυσιολογικό νεογέννητο γεννιέται με εξοπλισμό αντανακλαστικών όπως αυτό του ρουφηγματος, του πιασίματος-αρπαγματος, της προσκόλλησης, και του Rooting: A reflex that is seen in normal newborn babies, who automatically turn the face toward the stimulus and make sucking (rooting) motions with the mouth when the cheek or lip is touched. Επίσης ο Φρόυντ ειχε περιγράψει και ένα άλλο reflex like όπου το γύρισμα του κεφαλιού του μωρού προς το στήθος ώστε να πάρει την επιθυμουμενη ευχαρίστηση που ειχε βιώσει σε προηγούμενες εμπειριες επαφής με το στήθος επαναλαμβάνεται οταν υπαρχει το στήθος. Πρόκειται λέει η μαλερ για μία ημι συναισθηματικά αποκτούμενη συμπεριφορά καθώς το βρεφος δέχεται το ερέθισμα της προσέγγισης του στήθους, η οποία είναι στην υπηρεσία ενός σημαντικού κινήτρου ευχαρίστησης. Εδώ έχουμε κάτι σημαντικό πούμε: η αντίληψη εις την υπηρεσία της κινητοποίησης για να κερδηθεί η ευχαρίστηση, ειναι ικανή να φέρει στην επιφάνεια μία «αντιληπτική ταυτότητα». Δηλαδή ένα εξωτερικό ερέθισμα έχει μια αντίστοιχη μνήμη ευχαρίστησης. Το να δεις το στήθος και να γυρίσεις το κεφάλι προς αυτό ή την θηλή, είναι της ίδιας τάξης μητρικότητας όπως ακριβώς η πρωτόγονη συναισθηματική συνδιαλλαγή. Το να ακολουθείς με τα μάτια όπως και το να γυρνάς προς το στήθος, δείχνει πρόοδο στην ανάπτυξη, ενώ το πρωταρχικό ρουφηγμα, rooting, πιάσιμο, μειώνονται σταθερά και τελικά εξαφανίζονται.
Η κύρια δουλειά της αυτιστικής φάσης ειναι η κατάκτηση όμοιοστατικού ισοζυγίου (ελάττωση εντάσεων αύξηση ευχαρίστησης) του οργανισμού μέσα στο νέο εξωτερικό περιβάλλον. Για αυτη την ομοιόσταση χρησιμοποιούνται ψυχοσωματικοί μηχανισμοί.
Το νεογέννητο φέρνει μαζί του στον εξωτερικό κόσμο τον εξοπλισμό της πρωταρχικής του αυτονομίας έλεγε ο Hartmann (1939). Στην φυσιολογική αυτιστική φάση αυτή η πρωταρχική αυτονομία υπακούει στους νόμους της συναισθητικής (coenesthetic) οργάνωσης του κεντρικού νευρικού συστήματος: η αντίδραση σε κάθε ερέθισμα που υπερβαίνει τον ουδο της υποδοχής στις εβδομάδες του φυσιολογικού αυτισμού, είναι παγκόσμιο φαινόμενο, ανάμνηση-απομεινάρι της εμβρυικής ζωης.
Παρότι η αυτιστική φάση χαρακτηρίζεται από σχετική απουσία επένδυσης εξωτερικών ερεθισμάτων, αυτο δεν σημαινει οτι δεν μπορεί να υπάρξει απαντητικότητα στα εξωτερικά ερεθίσματα. Διάφοροι ερευνητές περιγράφουν μια κατασταση επαγρυπνούμενης αδράνειας στα νεογέννητα. Αυτη η φευγαλέα απαντητικότητα στα εξωτερικά ερεθίσματα είναι και ο συνδετικός κρίκος με την φάση που ακολουθεί την αυτιστική.
Συμβιωτική φάση (από τον 2ο μήνα περίπου μέχρι τον 4ο-5ο)
Η ξύπνια ζωη του νεογέννητου εχει το κεντρο της στις συνεχείς προσπάθειες του να κατακτήσει την ομοιόσταση. Η επίδραση των περιποιήσεων της μητέρας του στην μείωση της έντασης απο τις ανάγκες που δεν μπορει να ικανοποιήσει μονο του, δεν μπορει να απομονωθεί, ούτε μπορεί το μωρό να τις διαχωρίσει από τις προσπάθειες που κάνει μονο του για να μειώσει τις εντάσεις του π.χ την ούρηση, την αφόδευση, το βήχα, το φτέρνισμα, το φτύσιμο, τον εμετο, δηλαδή όλους τους τρόπους με τους οποίους το βρεφος προσπαθεί να αποβάλλει την ένταση. Η επίδραση αυτων των αποβλητικων φαινομενων καθώς επισης και της ικανοποίησης η οποία κερδίζεται απο τις περιποιήσεις της μητέρας, βοηθάει το βρεφος με τον καιρό να κάνει έναν διαχωρισμό μεταξύ απολαυστικής/καλης ποιότητας εμπειρίας και οδυνηρής/κακής ποιότητας εμπειρίας. Αυτή φαίνεται να ειναι καί η πρώτη οιονεί οντογενετική βάση του αμυντικού μηχανισμού splitting. Διαμέσου της εγγενούς, αυτόνομης, αντιληπτικής ικανότηταςτου πρωτόγονου εγώ, μνημονικά ίχνη των δύο αρχέγονων ποιοτήτων των ερεθισμάτων λαμβάνουν χώρα μέσα στην πρώτιστη αδιαφοροποίητη μήτρα-καλούπι, την οποία ο Jacobson, καλεί: πρώτο ψυχοσωματικό εαυτό. Περαιτέρω μπορούμε να υποθέσουμε λέει η μαλερ ότι αυτα τα μνημονικά ίχνη επενδύονται με πρωταρχική αδιαφοροποίητη ενορμητική ενέργεια.
Από τον δεύτερο μήνα και μετά, μία θολή συνειδητότητα (awareness) σημαδεύει την αρχή της φάσης της φυσιολογικής συμβίωσης. Σε αυτή τη φάση το βρεφος συμπεριφέρεται και λειτουργεί σαν αυτό και η μητέρα του να ήταν ένα παντοδύναμο σύστημα, μία δυαδική ενότητα μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο. Αυτό ηταν ίσως, εκείνο στο οποίο αναφέρονταν στον διάλογο τους, ο Φρόυντ και ο Ρομαίν Ρολάν, περί έλλειψης ορίου του ωκεάνιου αισθήματος (Φρόυντ 1930).
Σε αυτη τη φάση, το οιονεί σταθερό εμπόδιο προς τα ερεθίσματα, δηλαδή το αυτιστικό κέλυφος το οποίο κρατά τα εξωτερικά ερεθίσματα έξω από αυτό, αρχίζει να σπάει. Διαμέσου της προαναφερθείσας επενδυτικής μετακίνησης προς την αισθητηριακή αντιληπτική περιφέρεια , ενα προστατευτικό αλλά επίσης δεκτικό και επιλεκτικό, θετικά επενδεδυμένο ερέθισμα – ασπίδα, ξεκινά να σχηματίζει και να περιτυλίσσει την συμβιωτική τροχιά της δυαδικής ενότητας μητέρας παιδιού.
Ειναι φανερό οτι ενώ το βρεφος ειναι απολύτως εξαρτημένο από τον συμβιωτικό συνεργάτη κατα την διάρκεια της συμβιωτικής φάσης, η συμβίωση έχει ένα διαφορετικό νόημα για τον ενήλικο συνεργάτη της δυαδικής ενότητας. Η ανάγκη του βρέφους για την μητερα ειναι απόλυτη. Η ανάγκη της μητέρας για το βρεφος ειναι σχετική.
Ο όρος «συμβίωση» σε αυτό το πλαίσιο είναι μια μεταφορά. Σε αντίθεση με την βιολογική έννοια της συμβίωσης, δεν περιγράφει τι πραγματικά συμβαίνει σε μια αμοιβαίως ευεργετική σχέση μεταξύ δύο ξεχωριστών ατόμων διαφορετικών ειδών. Περιγράφει την κατασταση του αδιαφοροποίητου, μιας συγχώνευσης με την μητερα εις την οποία το Εγώ δεν ειναι διαφοροποιημένο από το «μή εγώ» και στην οποία το μέσα και το έξω, μόνο σταδιακά γίνονται αισθητά σαν διαφορετικά πραγματα το ένα από το άλλο. Κάθε μη απολαυστική αντίληψη, εξωτερική ή εσωτερική προβάλλεται πέρα από το κοινό πλαίσιο της συμβιωτικής προστατευτικότητας, η οποία συμπεριλαμβάνει την εμπερίεξη της μητέρας στο βρεφος κατα την διάρκεια των περιποιήσεών της. Μονο σταδιακά κατα την διάρκεια της αισθητηριακής κατάστασης η οποία ονομάζεται επαγρυπνούμενη αδράνεια, μπορεί το βρεφος να δεχθεί ερεθίσματα πέραν της συμβιωτικής τροχιάς. Η αρχέγονη αποθήκη ενέργειας η οποία ανατίθεται στο αδιαφοροποίητο εγω – id, φαίνεται να συμπεριλαμβάνει ενα αδιαφοροποίητο μίγμα λίμπιντο και επιθετικότητας. Η λιβιδινική επένδυση η οποία γινεται στην συμβιωτική τροχιά, αντικαθιστά το έμφυτο ενστικτικό εμπόδιο στα ερεθίσματα και προστατεύει το στοιχειώδες εγώ από πρόωρες μη συγκεκριμένες εντάσεις, από άγχη, κτλ.
Το ουσιαστικό χαρακτηριστικό της συμβίωσης είναι η παραισθησιακή ή παραπλανητική ψυχοσωματική συγχώνευση με την αναπαράσταση της μητέρας και ειδικά η παραπλανητική αντίληψη ενός κοινού πλαισίου μεταξύ δύο σωματικά ξεχωριστών ατόμων. Αυτός ειναι ο μηχανισμός τον οποίο χρησιμοποιεί το εγώ για να παλινδρομήσει σε περιπτώσεις σοβαρής διαταραχής της ατομικότητας και ψυχωτικής αποδιοργάνωσης την οποία η μαλερ περιέγραψε ως «συμβιωτική παιδική ψύχωση».
Η συμβίωση, λέει η μαλερ, ηταν βέλτιστη οταν η μητερα με φυσικό τροπο επέτρεπε στο νεαρό βρεφος να την κοιτάξει, πραγμα το οποίο σημαινει οτι υποστήριζε την επαφή με το βλέμμα, ιδιαιτέρως κατα την διάρκεια του θηλασμού ή του ταΐσματος με μπουκάλι, καθώς επίσης όταν του μιλούσε ή του τραγουδούσε.
Η επαφη με τα μάτια θέτει σε ενέργεια μια μη συγκεκριμένη χαμογελαστή απάντηση. Αυτη η απάντηση σημαδεύει την είσοδο στο στάδιο της σχέσης όπου το αντικείμενο ικανοποιεί την ανάγκη. Υπαρχει προσωρινή επένδυση της μητέρας και των περιποιησεων της διαμέσου της πιέσεως της ανάγκης. Ετσι γινεται η είσοδος στην συμβιωτική σχεση. Ο πρωτογενής ναρκισσισμός κυριαρχεί ακόμα αλλα δεν ειναι τοσο απόλυτος οσο ηταν στην αυτιστική φάση (πρώτες εβδομάδες ζωής). Το βρεφος ξεκινά να αντιλαμβάνεται θολά την ικανοποίηση των αναγκών σα να προέρχεται από ενα μερικό αντικείμενο που ικανοποιεί ανάγκες, μολονότι προέρχεται μεσα από την τροχιά της παντοδύναμης συμβιωτικής δυαδικής ενότητας και στρέφεται λιβιδινικα προς αυτη την πηγή ικανοποίησης (μητρική φιγούρα). Η ανάγκη σταδιακά γινεται επιθυμία και αργότερα γινεται ο ειδικός δεσμός αντικειμενου προς τον οποίο υπάρχει συναίσθημα και λαχτάρα.
Σε συμφωνία με την διαδοχικοτητα ευχαρίστησης – πόνου, λαμβάνει χώρα ο διαχωρισμός των αναπαραστάσεων του σωματικού εγώ μέσα στην συμβιωτική τροχιά. Αυτες οι αναπαραστασεις γίνονται αντιληπτές και καταγράφονται ως η σωματική εικόνα του ατόμου. Από εκεί και πέρα οι αναπαραστασεις του σώματος οι οποίες περιέχονται στο στοιχειώδες εγώ, μεσολαβούν μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών αντιλήψεων. Αυτο συνάδει με την θεώρηση του Φρόυντ ο οποίος έλεγε οτι το εγω σχηματίζεται κάτω από την επίδραση της πραγματικότητας απο τη μια πλευρά και των ενστικτικων ορμών από την άλλη. Το σωματικό εγώ περιέχει δυο είδη αναπαραστάσεων του εαυτού: έναν εσωτερικό πυρήνα της σωματικής εικόνας με ένα πλαίσιο που στρέφεται προς το εσωτερικό του σώματος και το διαχωρίζει από το εγώ και ένα εξωτερικό στρώμα αισθητικοαντιληπτικων εγγραφών τα οποία συνεισφέρουν στην οριοθέτηση του σωματικού εαυτού.
Η φυσιολογική συμβιωτική φάση χαρακτηρίζεται απο την αυξανόμενη αντιληπτική και συναισθηματική επένδυση του βρέφους σε ερεθίσματα τα οποία εμείς οι ενήλικοι παρατηρητές αναγνωρίζουμε οτι έρχονται απο τον εξω κόσμο αλλά υποθέτουμε οτι το βρεφος δεν αναγνωρίζει οτι έχουν μια καθαρά εξωτερική προέλευση. Εδώ ξεκινάει η εγκαθίδρυση των «μνημονικών νήσων» αλλά όχι ακομα και μια διαφοροποίηση εσωτερικού και εξωτερικού, εαυτού και άλλων. Εδώ ο κόσμος ξεκινάει να επενδύεται με αυξανόμενο τροπο, ειδικά στο πρόσωπο της μητέρας, αλλα σαν μία δυαδική ενότητα με το όχι ακομα καθαρά οριοθετημένο εαυτό. Η επένδυση της μητέρας ειναι η κυρίαρχη ψυχολογική κατάκτηση αυτης της φάσης. Κι εδώ ομως επίσης υπαρχει συνέχεια με εκείνο που θα ακολουθήσει αργότερα. Ξέρουμε ήδη οτι το βρεφος μπορει να απαντήσει με διαφορετικό τροπο σε ερεθίσματα απο μεσα και απο εξω (ενα φως για παράδειγμα θα βιωθεί διαφορετικά απο μια ένταση πείνας). Φαίνεται λογικό εδώ να υποθέσουμε οτι το μωρό δεν εχει καμμια ιδέα εαυτού ή άλλων προς τα οποία να αποδώσει αυτα τα διαφορετικά ερεθίσματα. Υποθέτουμε οτι εμπειρίες εσωτερικής ή εξωτερικής προέλευσης ειναι ακομα ασαφείς. Και Το υψηλότερα επενδεδυμενο αντικείμενο, η μητερα, ειναι ακομα ενα μερικό αντικείμενο.
Οι εικόνες του αντικειμενου αγάπης καθώς επισης και οι εικόνες του σωματικού και αργότερα του ψυχολογικού εαυτού, αναδύονται απο τα αυξανόμενα μνημονικά ίχνη της ευχάριστων (καλά) και των μη ευχάριστων (κακά) ενστικτικων , συναισθηματικών εμπειριών, και από τις αντιλήψεις με τις οποίες συνδέονται.
Την συμπεριφορά των διαφόρων συμπεριφορών κρατήματος η μαλερ την ονομάζει συμβιωτικό οργανωτή. Παρατηρούμε διαφορα είδη συμπεριφοράς κρατήματος κατα την διάρκεια της συμβιωτικής περιόδου. Ο Θηλασμός αν και σημαντικός, δεν φέρνει απαραίτητα σαν αποτέλεσμα μια καλή ποιότητα κοντινοτητας της μητέρας και του βρέφους.
Μια μητερα για παράδειγμα, με περηφάνεια θήλαζε τα μωρά της, αλλά μονο επειδη αυτό της ήταν βολικό (δεν χρειαζόταν να αποστειρώνει μπουκάλια), την έκανε να νιώθει επιτυχημένη και επαρκής. Κατα τη διάρκεια του θηλασμού υποστήριζε την κόρη της με την αγκαλιά της, με το στήθος της να φτάνει στο στόμα του μωρού. Δεν υποστήριζε ή λικνιζε το μωρό με τα χέρια της επειδή ήθελε τα χέρια της να ειναι ελεύθερα για να τα κάνει οτι θέλει ανεξάρτητα από την δραστηριότητα της φροντίδας. Αυτό το μωρό δεν χαμογελούσε για μεγάλο διάστημα. Οταν όντως ανέπτυξε χαμόγελο, αυτό ήταν ενα μη συγκεκριμενο χαμογελο, πολυ έτοιμο χαμόγελο. Αυτη η μη συγκεκριμένη χαμογελαστή απαντητικότητα κράτησε κατα την φάση της περιόδου διαφοροποίησης και εμφανιζόταν σε καταστάσεις στις οποίες άλλα παιδιά θα έδειχνα φόβο ή περιέργεια. Μια αλλη μητερα λόγω των πουριτανικων αρχών της δεν ήθελε να την βλέπουν να φροντίζει το μωρό οπότε ηταν μαζεμένη. Απο την αλλη μεριά υπήρχε μια μητερα που αυθόρμητα ευχαριστιόταν με τα παιδιά της οταν εκείνα ηταν βρέφη αλλα δεν τα θήλαζε. Οταν τα τάιζε τα κρατούσε κοντά της, κρατώντας τα καλά. Τους χαμογελούσε και τους μιλούσε και ακομα και οταν το μωρό ξαπλώνει στο σημείο αλλαγής πάνας, ειχε τα χέρια της κάτω από το μωρό για να το στηρίζει και να το λικνιζει. Αυτη ηταν μια μητερα η οποία ηταν ιδιαιτέρως καλή με τα παιδιά της στην περίοδο της βρεφικοτητας. Ο γυιος της όχι μονο ηταν πολυ ευτυχισμένος και πλήρης αλλα ανέπτυξε πρώτα ενα μη συγκεκριμενο και μετά ένα συγκεκριμενο χαμόγελο σαν απάντηση πολυ γρήγορα.
Μια αλλη μητερα ειχε μεγάλες προσδοκίες απο το μωρό της σε όλες τις περιοχές της λειτουργικότητας. Η αγαπημένη της λέξη ηταν «επιτυχία». Το μωρό της ειχε λοιπόν να αντιμετωπίσει τα άγχη της ναρκισσιστικά συμβιωτικής σχέσης της μητέρας του. Η χαρακτηριστική διαντιδραση με το μωρό της φαίνεται να κινητοποιήθηκε από την περηφάνεια της για την πρόωρη μυοσκελετική ωρίμανσή του. Το μωρό δεν μπορουσε να διατηρήσει μια όρθια στάση στην αγκαλιά της μητέρας του και η μητερα του θα χτυπούσε παλαμάκια σα να ηταν κιόλας ώριμη να σταθεί όρθια. Κρατώντας το μικρο σώμα όρθιο στην αγκαλιά της, δεν άφηνε τα χέρια του μωρού ελεύθερα να παίξουν ή να εξερευνήσουν την μητερα, πραγμα που αδιαμφησβητήτως θα έκανε εαν ηταν μόνη της. Το μοντέλο αυτο του να στέκεται όρθια ενώ δεν ειναι ακομα έτοιμη (για το οποίο η μητερα της ηταν περήφανη) επενδύθηκε σε μεγάλο βαθμό με λίμπιντο και προτιμήθηκε απο το νεαρό βρέφος. Το υψηλά επενδεδμενο μοντέλο να στέκεται όρθια στην αγκαλιά της μητέρας της και άλλες επιφάνειες έγινε συνηθισμένο στο κινητικό μοντέλο του βρέφους αυτού. Οταν λοιπόν στα επόμενα στάδια ανάπτυξης επρεπε να συμβούν διάφορες άλλες λειτουργίες κινητικές, το να κρατηθεί όρθια στέκονταν εμπόδιο στο να εκπληρωθούν σωστά. Για παράδειγμα η τάση του βρέφους να στέκεται όρθιο αναμείχθηκε στην ικανότητα του να κουνάει τα χέρια του και τα πόδια του προς τα εμπρός, στην ικανότητα να συνεργάζονται τα πόδια για να πλησιάσουν την μητερα, στην ικανότητα και την απόλαυση να μπουσουλήσει, κτλ.
Περίπου στους 4-5 μήνες στην κορύφωση της συμβίωσης, αρχίζουν να συμβαίνουν κάποια φαινόμενα στην συμπεριφορά που προσδιορίζουν τη αρχή της πρώτης υπο φάσης της διαδικασίας αποχωρισμού ατομικοποίησης. Κατα την διάρκεια των μηνών συμβίωσης (through the mechanism of coenesthetic receptivity according to Spitz) το νεαρό βρεφος εχει αποκτήσει οικειότητα με το μητρικό μισό του συμβιωτικου εαυτού και αυτό φαίνεται από την εμφάνιση του μη συγκεκριμένου κοινωνικού χαμόγελου. Το χαμόγελο σταδιακά γινεται ο συγκεκριμένος τρόπος που απαντά το βρεφος στην μητερα πραγμα το οποίο ειναι το κρίσιμο σημείο που μας δείχνει οτι ένας συγκεκριμένος δεσμός μεταξύ μητέρας και βρέφους εχει εγκαθιδρυθεί.
Ο Φρόυντ ειχε δωσει έμφαση στις εσωτερικές αντιλήψεις λέγοντας οτι ειναι περισσότερο θεμελιώδεις και ασφαλώς πρωταρχικες σε σχεση με τις εξωτερικές. Το βρεφος δηλαδή απαντά σε εσωτερικά ερεθίσματα. Πρόκειται για απαντηςεις του σώματος προς το ιδιο το σώμα και στα εσωτερικά του οργανα. Ο Greenacre σημειώνει οτι οι καταστάσεις εναλλαγής μεταξύ έντασης και ηρεμίας θα μπορούσαν να διαμορφώσουν έναν κεντρικό πυρήνα θολής αντίληψης για την ύπαρξη του σώματος. Επισης έλεγε οτι η ίδια η γέννηση ειναι η πρώτη αντιπροσωπευτική κατασταση αποχωρισμού που δίνει μια αίσθηση της σωματικής αντίληψης επειδη συμβαίνει εν μεσω μιας σημαντικής πίεσης και διέγερσης στην επιφάνεια του σώματος του βρέφους εκείνες τις στιγμές. Επισης βέβαια παίζουν σημαντικό ρόλο οι αλλαγές στις συνθήκες θερμοκρασίας οι οποίες το περιβάλλουν στην μετάβαση από την ενδομήτριο στην εξωμητριο ζωή.
Η πρώτη υπο φαση της διαδικασίας αποχωρισμού εξατομίκευσης διέπεται απο ορισμένα χαρακτηριστικά. Αυτά είναι:
1. hatching
2. Transitional objects and situations
3. The checking back pattern
4. Stranger reactions and strangers anxiety
5. Delayed and premature hatchin
The hatching process ειναι μια σταδιακά οντογενετικη εξέλιξη του κέντρου των αισθήσεων -η οποία ενεργοποιεί το βρεφος να το χρησιμοποεί καθώς ειναι ξύπνιο. Με αλλα λόγια η προςοχη του βρέφους η οποία κατα την διάρκεια των πρώτων μηνών συμβίωσης ηταν κατα το μεγαλύτερο κομμάτι της κατευθυνόμενο προς τα μέσα, ή επικεντρωμένο σε μια θολότητα κοινής αίσθησης δυαδικής τροχιάς (μαζί με τη μητερα), σταδιακά διευρύνεται προς τα εξω επειδή το παιδί είναι περισσότερο ξύπνιο οπότε και εχει περισσότερα εξωτερικά αντιληπτικά δεδομένα. Αυτη ειναι μια αλλαγή περισσότερο στον βαθμό παρα στο είδος της επαφής. Σταδιακά η προσοχή του παιδιου εστιάζεται στα «έρχομαι και φεύγω» της μητέρας, δηλαδή των καλών και κακών εμπειριών. Οι κακές εμπειρίες αναμένεται να ανακουφιστούν απο τις περιποιήσεις της μητέρας. Στην φάση του hatching εμφανίζεται ενα νέο είδος επαγρύπνησης (alert), επιμονής και κατεύθυνσης προς τον στόχο. Το βρεφος δεν φαινεται πια να μπαινοβγαίνει στην κατασταση της επαγρύπνησης αλλά αποκτά μια πιο μόνιμη επαφή με το κέντρο αισθήσεων (sensorium).
Στους έξι περίπου μήνες ξεκινά εντατικά ο πειραματισμός του αποχωρισμού εξατομίκευσης. Αυτο φαίνεται με συμπεριφορές όπως να τραβάει τα μαλλιά της μητέρας, τα αυτιά ή τη μύτη, να βάζει φαγητο στο στόμα της μητέρας και να τεντώνει το σώμα του μακριά απο τη μητερα για να την δει καλύτερα καθώς και το περιβάλλον της. Αυτο ειναι τελείως αντίθετο με το μάζεμα που εχει οταν βρίσκεται στην αγκαλιά της. Αυτά ειναι σημάδια οτι το μωρό ξεκινάει να διαφοροποιείται σωματικά από το σώμα της μητέρας. Ξεκινάει επισης οπτική διερεύνηση του προσώπου της μητέρας καθώς και των μερών του σώματος της. Αυτές οι εβδομάδες του 6-7 μηνα ειναι που το μωρό γοητευμένο ανακαλύπτει το κρεμαστό κόσμημα της μητέρας του ή ενα ζευγάρι γυαλιά. Επισης εδώ ξεκινάει και το παιχνίδι Κούκου τσα (peekaboo) όπου το μωρό εχει ακομα παθητικό ρόλο αλλα ειναι σπουδαίο γιατί συμβολίζει τη μαμά που υπαρχει και δεν υπαρχει, το καλό και κακό, τη ζωή και το θάνατο, την ύπαρξη και τον αφανισμό. Αυτες οι συμπεριφορές αργότερα εξελίσσονται σε μια γνωστική λειτουργία ελέγχου του οικείου έναντι του μη οικείου.
Τα μεταβατικά αντικείμενα που περιγράφηκαν απο τον winicott (1953) ειναι βασικά στην ανάγκη για επαφή με το μητρικό σώμα. Αυτο φαίνεται στην επιμονη ανάγκη του βρέφους για ενα διαρκές απαλό και εύκαμπτο θερμό αντικείμενο αλλά κυρίως φαίνεται στην ανάγκη να ειναι διαποτισμένο με την οσμή της μητέρας. Το γεγονός οτι το αντικείμενο συχνά πιέζεται στο πρόσωπο κοντά στη μύτη, πιθανόν δείχνει ποσο καλά υποκαθιστά το στήθος ή τον απαλό λαιμό της μητέρας (Ωκυτοκίνη = απαλότητα)
Ο Greenacre 1960 λέει οτι η όραση δεν ειναι μονο ενα επιπρόσθετο αλλά ενα απαραίτητο στοιχείο στην εγκαθίδρυση της αίσθησης απο το βρεφος της επιφάνειας του σώματος και προάγει την οριοθέτηση του εαυτού από τον μη εαυτό. Ακουμπώντας με το βλέμμα τα διαφορα μέρη του σώματος , βοηθάει να σχηματίσει το σώμα σε μια κεντρική εικόνα πέρα από το επίπεδο της απλής άμεσης αισθητηριακης κατανόησης.
Μια απο τις βασικές διάφορες μεταξύ φυσιολογικά αναπτυσσομενων βρεφών και της ακραίας διαταραχης της ψύχωσης και πιθανόν της αργότερα εμφανιζόμενης οριακής παθολογίας, φαίνεται οτι εδράζεται στην περίοδο όπου το μεταβατικό αντικείμενο είναι παρα πολυ σημαντικό. Σε αυτη την πρώτη υπο φάση της διαδικασίας αποχωρισμού εξατομίκευσης τα βρέφη κανουν τα πρώτα τους βήματα προς της κατεύθυνση της διάρρηξης της δυαδικής οντότητας υπό την σωματική έννοια. Παίρνουν κάποια απόσταση απο την αγκαλιά της μητέρας, μόλις αποκτούν κάποια καλύτερη κινητική ικανότητα κατεβαίνουν απο τα χέρια της και μένουν εκεί ή μπουσουλούν πίσω και παιζουν κοντά στα πόδια της.
Στους 7-8 μήνες το να γυρίσει να κοιτάξει το μωρό τη μητερα του (φιγούρα που το φροντιζει) ειναι το κύριο στοιχείο ψυχοσωματικου διαχωρισμού. Στην πραγματικότητα εμφανίζεται να ειναι η πιο σημαντική τυπική συμπεριφορά γνωστικής και συναισθηματικής ανάπτυξης. Το μωρό αρχίζει να συγκρίνει. Το ενδιαφέρον του ειναι προς τη μητερα και φαίνεται να την συγκρίνει με τους άλλους. Το μη οικείο με το οικείο συγκρίνει. Φαίνεται να ειναι λοιπόν πιο οικείο με οτι «είναι» η μητερα, δηλαδη με οτι ειναι αισθητό σαν μητερα, μυριζει σαν μητερα, εχει γεύση σαν μητερα, «ακούγεται» σαν μητερα. Επισης μαθαίνει τι ανήκει στην μητερα και τι όχι. Αρχίζει να διακρίνει μεταξύ του τι μοιάζει, γινεται αισθητό, κινείται, σαν μητερα ή όχι σαν μητερα.
Δεν ειναι μονο «ότι δεν ειναι μητερα» που προκαλεί άγχος. Μακροχρόνιες μελέτες παρατήσεις της ομάδας της Μαλερ έδειξαν οτι υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις στο χρόνο, την ποσότητα και την ποιότητα όσον αφορά στο άγχος που εμφανίζεται γυρω στον 8ο μηνα και όσον αφορά το άγχος των ξένων. Οι μελέτες της κατέληξαν στο εξής αποτέλεσμα: απο τη στιγμή που το βρεφος μπορεί με οπτικό και με απτικό τρόπο, άνετα, να αναγνωρίσει το πρόσωπο της μητέρας και απο τη στιγμή που αισθανεται οικεία με τη γενική διάθεση και την αίσθηση του άλλου μέρους της συμβιωτικής δυάδας, τότε αντιδρά με λιγότερη ή περισσότερη έκπληξη και ανησυχία σε μια παρατεταμένη οπτική και απτική επαφή όσον αφορά στην μελέτη του προσώπου και του σχήματος των άλλων. Τους εξετάζει είτε από μια κοντινή είτε απο μια πιο μακρινή απόσταση. Φαίνεται οτι συγκρίνει τα πρόσωπα και ελέγχει τα χαρακτηριστικά των άλλων προσώπων με εκείνο της μητέρας του και βέβαια με την εσωτερική εικόνα που εχει για το πρόσωπο της μητέρας του. Τώρα, για τα παιδιά εκείνα των οποίων η συμβιωτική φάση ήταν βέλτιστη και των οποίων οι προσδοκίες εμπιστοσύνης κυριαρχούν, η περιέργεια και η εκπληξη ηταν ευδιάκριτες στο checking back pattern. Σε εκείνα τα παιδιά ομως που η εμπιστοσυνη ηταν λιγότερο καλή, μία απότομη έως και οξεία αλλαγή μπορουσε να εμφανιστεί ή μπορουσε να υπάρξει μια παρατεταμένη περίοδος ήπιας αντίδρασης στους ξένους η οποία μπερδευότανε με την ευχαριστη εξερευνητική συμπεριφορά. Αυτο το φαινόμενο και οι παράγοντες οι οποίοι ευθύνονται για τις αποκλίσεις, συνιστούν μια σημαντική πλευρά της αξιολόγησης του λιβιδινικού αντικειμενου της κοινωνικοποίησης και του πρώτου βήματος προς την συναισθηματική σταθερότητα των αντικειμένων. Υπαρχει λοιπόν μια σχεση μεταξύ βασικής εμπιστοσύνης και άγχους στους ξένους.
Στις περιπτώσεις όπου η συμβιωτική διαδικασία, η δημιουργία της κοινής μεμβράνης η οποία παρέχει και την ασπίδα, την θωράκιση σε αυτή την δυαδική οντότητα, εχει καθυστερήσει ή εχει διαταραχθεί, τότε η διαδικασία αποχωρισμού φαίνεται να καθυστερεί ή να είναι πρόωρη. Στην περιπτωση ενος κοριτσιού που η μητερα της την κουνούσε μηχανικά αλλα χωρίς ζεστασιά, η συμβιωτική φάση βιώθηκε με τρόπο που δεν ειχε περάσει αισθηση ενδιαφέροντος. Ετσι το κορίτσι αυτο ειχε δυσκολία να γύρει προς τη μητερα του και να γινει μέρος της συμβιωτικής σχέσης. Χαμογελούσε χωρίς διάκριση και δεν χαμογελούσε στην μητερα της σαν να ηταν ενα μοναδικό πρόσωπο γιαυτην. Σε μια ηλικία όπου τα άλλα παιδιά ξεκινούσαν να παίρνουν ενα πιο δραστηριο ρόλο στο πλησίασμα της μητερας ή στην απόσταση από την μητέρα, αυτή στράφηκε αύτοερωτικά στο σώμα της για να πάρει ερεθισμό ευχαρίστησης. Επίσης αρχισε να επιδίδεται σε ενα παρατεταμένο κούνημα.
Η γέννηση του παιδιου σαν άτομο γινεται οταν: σε απάντηση στης μητέρας τις απαντησεις προς εκείνο που κάνει το μωρό, εκείνο τροποποιεί την συμπεριφορά του. Ειναι η συγκεκριμένη ασυνείδητη ανάγκη της μητέρας που ενεργοποιεί και φέρνει στην επιφάνεια τις απεριόριστες δυνατότητες του βρέφους, εκείνου ειδικά που δημιουργεί για κάθε μητερα το παιδί που αντανακλά τις δικές της μοναδικές ατομικές ανάγκες. Αυτη η διαδικασία λαμβάνει χώρα φυσικά μεσα στο εύρος των δυνατοτήτων του παιδιού.
Στο τέλος του πρώτου χρόνου και στους πρωτους μήνες του δεύτερου μπορει να δει κανεις καθαρά οτι οι ενδοψυχικές διαδικασίες του αποχωρισμού εξατομίκευσης έχουν δυο αλληλένδετα αλλά όχι πάντοτε αναλογικά έργα που επιτελούν. Το ενα ειναι εκείνο της ατομικοποίησης, της ανάπτυξης της ενδοψυχικής αυτονομίας, αντίληψης, μνήμης, γνωσιακής ανάπτυξης, αίσθησης της πραγματικότητας και το άλλο είναι εκείνο του αποχωρισμού που συμβαδίζει με την διαφοροποίηση, την απόσταση, το σχηματισμό ορίων και της αποδέσμευσης (disengagement) απο την μητέρα. Όλες αυτες οι δομικές διεργασίες σταδιακά θα οδηγήσουν σε εσωτερικευμενες αναπαραστασεις του εαυτού οι οποίες θα ειναι διακριτές από τις εσωτερικές αναπαραστάσεις των αντικειμένων.
Η περίοδος της διαφοροποίησης επικαλύπτεται από την περίοδο του practicing. Εδώ έχουμε δυο σημαντικα σημεία: a) την ικανότητα του βρέφους να κινηθεί σωματικά μεσω του μπουσουληματος, σκαρφαλωματος, μακριά απο τη μητερα. Επίσης μπορεί να ορθώσει το σώμα του παρότι πρέπει να πιάνεται, να κρατιέται απο κάπου για να το κάνει αυτό. Αυτη η φάση λέγεται early practicing period.Το δεύτερο σημείο φαινομενολογικά χαρακτηρίζεται απο την όρθια κινητικότητα. Early practicing proper εχει ονομαστεί αυτο το δεύτερο σημείο της δεύτερης υπο φάσης practicing.
Τουλάχιστον τρεις αναπτυξιακές συνθήκες έχουν σημαντικότατο ρόλο σε αυτη τη φάση του practicing. H πρώτη συνθήκη ειναι η σωματική διαφοροποίηση από τη μητέρα, η δεύτερη είναι ο συγκεκριμένος δεσμός με την μητέρα, και η τρίτη συνθήκη ειναι η ανάπτυξη και λειτουργικότητα του αυτόνομου εγώ σε στενή εγγύτητα με τη μητερα.
Αυτες οι συνθήκες φαίνεται να ανοίγουν τον δρόμο για να δείξει το μωρό το ενδιαφέρον του και προς άψυχα αντικείμενα που παρέχει η μητερα σε πρώτη φάση ή που έχουν σχεση με τη μητερα όπως π.χ μια κουβέρτα, μια πάνα, ενα παιχνίδι που προσφέρει η μητερα, ή το μπουκάλι με το οποίο αποχωρίζεται το μωρό το βραδυ. Το μωρό επεξεργάζεται οπτικά τα αντικείμενα και παίζει με την γεύση, την υφη, την μυρωδιά χρησιμοποιώντας το στόμα και τα χέρια του. Το ενδιαφέρον βέβαια για την ίδια τη μητερα ακόμα παραμένει σημαντικότερο αλλα αρχίζουν να γίνονται σημαντικα και αυτά που του προσφέρει εκεινη.
Κατα τη διάρκεια της early practicing subphase και ειδικότερα στη βασική της συνθήκη η οποία ειναι η κίνηση κοντά και μακριά απο τη μητερα στον εξωτερικό κόσμο, τα περισσότερα παιδιά φαίνεται να περνάνε μια σύντομη περίοδο αυξανόμενου άγχους αποχωρισμού. Το γεγονός οτι ηταν ικανά να κινηθούν ως ανεξάρτητα με τις δικές τους δυνάμεις μακριά απο τη μητερα αλλα παρόλαυτα να αισθάνονται συνδεδεμένα μαζί της με το βλέμμα και την ακοή, έκαναν επιτυχείς αυτες τις δραστηριότητες. Στα παιδιά δεν άρεσε να χάνουν οπτική επαφή με την μητερα κατα την διάρκεια των παρατηρήσεων. Οταν έφευγε απο το δωμάτιο κοίταζαν με λύπη το πέρασμα απο το οποίο «χάθηκε» ή την άδεια καρέκλα στην οποία πριν από λίγο καθόταν.
Η φάση του practicing proper (10-18 μηνων) είναι η στιγμή κατα την οποία οι λειτουργίες του εγώ όπως οι γνωστικές αλλά κυρίως οι κινητικές, αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα και ξεκινά ο ερωτικός δεσμός με τον κόσμο. Το μωρό κάνει το μεγάλο βήμα προς την ατομικοποίηση περπατάει ελεύθερα όρθιο. Ετσι το εύρος της όρασης αλλάζει μεγαλωνει. Καινούργιες ευχάριστες στιγμές έρχονται, όπως και δυσάρεστες στιγμές, ματαιώσεις και γενικά αλλάζει η προοπτική του κόσμου. Σε αυτους τους έξι με οχτώ περίπου μήνες η λιβιδινική κάθεξη μετακινείται σημαντικά προς την υπηρεσία του ταχέως αναπτυσσόμενου αυτόνομου εγώ και των λειτουργιών του. Εκεί το παιδί φαίνεται σα να ειναι συνεπαρμένο από τις δυνατότητες που βρίσκει και χρησιμοποιεί από τον και για τον εαυτό του. Ο ναρκισσισμός είναι στην μεγαλύτερη στιγμή του. Τα πρώτα ανεξάρτητα βήματα του παιδιου σημαδεύουν την ανατολή της περιόδου practicing με μια αίσθηση τελειότητας και με μια διεύρυνση του κόσμου και του ελέγχου της πραγματικότητας. Τωρα αρχίζει μια σταθερή ανοδική λιβιδινική επένδυση στις πρακτικές κινητικές δεξιότητες και στην εξερεύνηση του περιβάλλοντος (ανθρώπινου και μη ανθρώπινου). Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου practicing είναι η ναρκισσιστική επένδυση στις δεξιότητες του σώματος καθώς επίσης στα αντικείμενα και στους σκοπούς της διευρυνόμενης πραγματικότητας. Μαζί με αυτό βρίσκουμε μια σχετικά μεγάλη ανοχή στα χτυπήματα και τα πεσίματα και σε άλλες ματαιωσεις όπως το να του πάρει το παιχνίδι ενα άλλο παιδί. Εδώ επίσης, και σε αντίθεση με οσα συμβαίνουν παρακάτω στην διαδικασία αποχωρισμού εξατομίκευσης, γίνονται εύκολα δεκτά ως υποκατάστατα φροντίδας διάφορα οικεία πρόσωπα.
Το μωρό που κατα τη διάρκεια της διαδικασίας αποχωρίζεται και ατομικοποιείται ομαλά, βρίσκει ναρκισσιστική παρηγοριά για τις μικρές απειλές απωλειας του αντικειμενου στην ταχεία ανάπτυξη των λειτουργιών του εγώ. Ας το πούμε πιο απλά: το να αναπτύσσομαι σημαινει οτι φεύγω και απο το αντικείμενο. Άρα υπαρχει φόβος απωλειάς του. Ξεχνώ τον φόβο όμως ή δεν στέκομαι εκεί τοσο πολύ επειδή μπορώ να κανω παρα πολλά νέα πραγματα. Το παιδί συγκεντρώνεται στην εφαρμογή των νέων δεξιοτήτων του που ειναι αυτόνομες και ανεξάρτητες απο τους άλλους και απο την μητερα. Eiναι σχεδόν ερωτευμένο το μωρό με τον κόσμο, με το μεγαλείο του και την παντοδυναμία του. Υποθέτουμε οτι η έξαρση αυτης της φάσης δεν εχει να κάνει μονο με τις κινητικές δυνατότητες και την εξερεύνηση του κόσμου αλλά σχετίζεται και με την αποφυγή της συγχώνευσης με την μητερα, της εγκόλπωσης από την μητέρα (σχιζοειδικότητα). Επισης ξεκινά να ειναι ενεργό πλέον στο παιχνίδι χανεσαι – επανέρχεσαι (το γνωστό Κούκου τσα – peekaboo στα αγγλικά). Ουσιαστικά ειναι το παιχνίδι του χάνω και ξανακερδιζω το αντικείμενο που ικανοποιεί τις ανάγκες και του ίδιου του αντικειμενου αγάπης. Στην φάση του practicing proper τα παιδιά εξασκούν το περπάτημα και ειναι χαρούμενα. Η μόνη στιγμή που μπορει να φανούν ανήσυχα ειναι οταν λείπει η μητερα. Σε αυτες τις στιγμές οι κινήσεις τους, οι χειρονομίες τους επιβραδύνονται, το ενδιαφέρον τους για τον κόσμο ελαττώνεται και δείχνουν να στρέφουν την ενέργεια προς τα μεσα, να ειναι απασχολημένα με τον εσωτερικό τους κόσμο. Η ομάδα της μαλερ έδειξε οτι αυτη η κατασταση την οποία ονομάζει low-keyed πράγματι συμβαίνει διότι οταν ενα πρόσωπο άλλο απο τη μητερα προσπαθεί να παρηγορήσει το παιδί, το παιδί ξεσπά σε κλάματα ενώ όταν επανέρχεται η μητερα αυτή η κατασταση αναιρείται παρότι σε μερικές περιπτώσεις όχι νωρίτερα από ενα σύντομο κλάμα το οποίο βοηθάει στο να εκτονωθεί η ένταση. Αυτη η διαδοχή των γεγονότων που έγινε φανερή σε πολλές περιπτώσεις παρατήρησης, βοηθησε στην κατανόηση της ανακλιτικης κατάθλιψης διότι το παιδί ερχόταν σε μια ειδική κατασταση του εαυτού. Η κατασταση low-keyedness και η εικόνα της μητέρας (δηλαδη η μητερα που φαντάζομαι οταν δεν υπαρχει κοντά) αποτελούν απομεινάρια μιας μινιατούρας της ανακλιτικης κατάθλιψης λέει η μαλερ.
Μερικα παιδιά προσωρινά φαινόταν να ηταν συντετριμμένα από τον φόβο της απωλειας αντικειμενου αφού η συναισθηματική λαχτάρα του εγω για τη μητερα ηταν σε κίνδυνο.
Θα πρέπει να αναφέρουμε οτι το να περπατάς όρθιος, πραγμα το οποίο συμβαίνει σε αυτη τη φάση, σου δίνει τη δυνατότητα να ανακαλύψεις το πεος οταν είσαι αγόρι, και την έλλειψη του οταν είσαι κοριτσι, παρότι η ανακάλυψη του γινεται μερικές εβδομάδες νωρίτερα. Μπορείς ομως να το δεις απο διαφορετικές γωνίες και θέσεις από οτι πριν και βέβαια να διαπιστώσεις οτι σου δίνει ευχαρίστηση (και μεσω της ούρησης). Επισης αυτο το οργανο δεν υπακούει στην δυναμική της κίνησης όπως το υπόλοιπο σώμα.
Οι μητέρες τείνουν αυτόματα να αποκηρύττουν την κατοχή του σώματος από το νεαρό αγόρι ή κορίτσι και το δέχονται σαν μια απογοητευτική πραγματικότητα. Η μητερα που αγαπάει το παιδί ομως , το μαθαίνει να περπατά μόνο του. Ειναι αρκετα μακριά ώστε να το αφήνει να περπατάει μονο του αλλα το περικλείει με την αγκαλιά της προστατευτικά. Μιμείται τις κινήσεις του και αν παραπατήσει γονατίζει σα για να το κρατήσει ούτως ώστε το μωρό να πιστέψει οτι δεν περπατάει μόνο του. Το πρόσωπό της δίνει κουράγιο και επιβράβευση και ετσι το μικρό περπατάει κοιτώντας τη μητερα του και όχι τις δυσκολίες στον δρόμο του. Υποστηρίζει τον εαυτό του με τα χέρια που δεν τον κρατάνε και συνεχώς προσπαθεί να βρει καταφύγιο στην αγκαλιά της μητέρας του αλλα χωρίς να υποψιάζεται οτι την ίδια στιγμή που την έχει ανάγκη, αποδυκνείει οτι μπορεί να συνεχίσει χωρίς αυτήν, επειδή περπατάει μόνο του.
Το περπάτημα εχει μια πολυ μεγάλη συμβολική αξία για τη μητερα και το νήπιο. Ειναι σα να εχει αποδείξει οτι εχει μπει στον κόσμο της ανεξαρτητης ανθρώπινης ύπαρξης. Η εμπιστοσύνη με την οποία αντιμετωπιζει η μητερα το γεγονός οτι το παιδί τα καταφέρνει μονο του, ειναι σημαντικός παράγοντας για να αναπτυχθεί το αίσθημα της ασφάλειας και ίσως και η αρχική ενθάρρυνση για την ανταλλαγή της μαγικής παντοδυναμίας του για ευχαρίστηση, με την δική του αυτονομία και την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησής του.
Με την κατακτηση της ορθιας και ελεύθερης στάσης και με την σύντομα ακολουθούμενη επίτευξη του σταδίου της γνωστικής ανάπτυξης η οποία κατα τον Piaget είναι αρχή της αναπαραστασιακης νοημοσύνης η οποία οδηγεί στο συμβολικό παιχνίδι και στον λόγο, το ανθρώπινο ον έχει αναδυθεί σαν ενα ξεχωριστό και αυτόνομο πρόσωπο. Αυτοι οι δύο πανίσχυροι οργανωτές (spitz 1965) συνιστούν την απαρχές της ψυχολογικής γέννησης.
Απο τις αρχές του δεύτερου χρόνου το βρεφος μπαίνει στη νηπιακή ηλικία. Τωρα καταλαβαίνει καλύτερα την σωματική του ξεχωριστότητα και την χρησιμοποιεί περισσότερο. Μαζί όμως με την γνωστική ανάπτυξη και την αυξανόμενη διαφοροποίηση της συναισθηματικής του ζωής, υπαρχει επισης μια άξια παρατήρησης εξασθένιση της ανοχής στην ματαίωση καθώς επίσης μια μείωση της λησμοσυνης σχετικά με την παρουσία της μητέρας. Παρατηρείται εδώ άγχος αποχωρισμού. Πρώτα γινεται αντιληπτό από τον φόβο μην χάσει τα αντικείμενα, πραγμα το οποίο παρατηρείται σε παρα πολλά παιδιά. Η σχετική έλλειψη ενδιαφέροντος στην παρουσία της μητέρας που ειχε παρατηρηθεί στη φάση practicing , εδώ αντικαθίσταται από μία μόνιμη ανησυχία σχετικά με το που βρίσκεται η μητερα από μια ενεργή συμπεριφορά να ειναι μαζί της. Φαίνεται να εχει την ανάγκη να μοιραστεί η μητερα μαζί του κάθε μία απο τις νέες του δεξιότητες και εμπειρίες καθώς επίσης και μια μεγάλη ανάγκη αγάπης από το αντικείμενο. Στο προηγούμενο στάδιο, practicing, η ανάγκη για κοντινοτητα ειχε τεθεί σε εκκρεμότητα και ετσι το παρόν στάδιο ονομάστηκε rapprochement που σημαινει ανάγκη επαναπροσέγγισης. Δεν μπορούμε να δώσουμε μεγάλη σημασία στην βέλτιστη διαθεσιμότητα της μητέρας σε αυτη τη φάση. Ειναι η αγαπη της μητέρας για το νήπιο και η αποδοχή της αμφιθυμικότητάς του που το κινητοποιούν να επενδύσει την αυτο αναπαράστασή του με ουδέτερη ενέργεια.
Σε αυτη τη φάση η διαντιδραση μεταξύ μητέρας βρέφους γινεται συνθετότερη διότι εισάγεται η συμβολική γλώσσα μεσω του παιχνιδιού, και μεσω των λέξεων (το παιδί αρχίζει και αρθρώνει λεξεις). Η φάση rapprochement χαρακτηρίζεται ομως από αντιδράσεις αποχωρισμού.
Δυο χαρακτηριστικά μοντέλα συμπεριφοράς παρουσιάζονται στην συμπεριφορά του νηπίου στην φαση rapprochement: το ενα ειναι οτι το παιδί παρακολουθεί και ακολουθεί την μητερα του σε κάθε της κίνηση. Γινεται σκιά της. Και το άλλο ειναι η απομάκρυνση από αυτήν με την ελπίδα οτι θα κυνηγηθεί απο εκεινη και θα κλεισθεί στην αγκαλιά της, πραγμα το οποίο δείχνει την επιθυμία για επανένωση με το αντικείμενο αγάπης και τον φόβο εγκολπωσης από το αντικείμενο. Μπορει κανεις να παρατηρήσει στο νήπιο ένα μοντέλο αποφυγής το οποίο απευθυνεται εναντίον των επιπτώσεων της πρόσφατα κεκτημένης αυτονομίας του. Από την αλλη μεριά οι αρνούμενοι φόβοι απωλειας της αγάπης, αναπαριστούν ενα στοιχείο σύγκρουσης στην πορεία της ενσωμάτωσης. Κάποια νήπια της φάσης rapprochment φαίνονται ήδη να ειναι ευαίσθητα στην αποδοκιμασία. Ωστόσο η αυτονομία τους υπερασπίζεται σθεναρά από το «όχι»που εχει κάνει την εμφανισή του καθώς επισης και απο την επιθετικότητα και τον αρνητισμό που έχουν εμφανιστεί. Σχετικά εχει γράψει η Άννα Φρόυντ ενα κλασσικό έργο με τίτλο αρνητισμός και συναισθηματική παράδοση (surrender).
Σε αυτη την τρίτη φάση και ενώ η ατομικοποίηση προχωρά με ραγδαίους ρυθμούς και το παιδί κάνει χρήση της δυνατότητας αυτης, ταυτοχρονα συνειδητοποιεί οτι ειναι ξεχωριστό από την μητέρα και προσπαθεί να αντισταθεί σθεναρά σε αυτο το δεδομένο. Ειναι γεγονός ομως ότι οσο κι αν προσπαθεί να την αναγκάσει να παλινδρομησουν στην δυαδική τροχιά, δεν ειναι εφικτό. Αυτο σημαινει οτι δεν μπορεί να διατηρήσει μεσα του την αυταπάτη της γονεικης παντοδυναμίας παρόλο που απο καιρού εις καιρον αναθυμαται την συμβιωτική περίοδο και προσπαθεί να την επαναφέρει.
Η στάση της μητέρας σε αυτη τη φάση πρέπει να ειναι ενθαρρυντική ως προς τις αυτόνομες λειτουργίες του νηπίου αλλά και αρκετα διαθέσιμη να εμπλακεί σε όλες τις δραστηριότητες και περιπέτειές του. Η συναισθηματική θέληση της μητέρας να αφήσει το νήπιο να αναπτυχθεί ειναι εξαιρετικά σημαντική.
Η φάση rapprochement υποδιαιρείται σε τρία μέρη που ουσιαστικά ήδη αναφέραμε αλλα θα κάνουμε πιο συγκεκριμένα: 1) είναι η αρχή της φάσης όπου το παιδί κινητοποιείται από την επιθυμία του να μοιραστεί τα νέα του επιτεύγματα και τον θαυμασμό του για οτι του συμβαίνει με την μητερα του. 2) ειναι η κρίση, όπου κατα κύριο λόγο αναπτύσσεται μια αμφιθυμικη τάση να μείνει με τη μητερα και να παλινδρομήσει μαζί της στην συμβιωτική τροχιά ή να φύγει απο αυτήν και 3) η λύση της προβληματικής όπου μεσα απο την σωματική κινητικότητα, την κατακτηση του λόγου αλλά και μέσα απο την συνεχή κατανόηση της σωματικής του εικόνας, λύνει το πρόβλημα της αμφιθυμίας (το αντιμετωπιζει)
Αλλα σημαντικά θέματα που ξεκινούν να τίθενται στη ζωη του νηπίου και στο περιβάλλον του ειναι η επιθυμία του να συμπεριληφθεί καί ο πατέρας στην σχεση. Αυτός ανήκει σε μια τελείως αλλη κατηγορία αντικειμενου αγάπης από εκείνη της μητέρας. Ο πατέρας ποτε δεν ηταν τελείως μεσα στην συμβιωτική σχεση ούτε τελείως εξω απο αυτήν. Το παιδί στην φάση του rapprochement αναζητά να κάνει σχεσεις με τους άλλους. Στην μελέτη της μαλερ αγόρια και κορίτσια συχνά αναζητούσαν να σχετιστούν με αρσενικούς παρατηρητές και να κανουν αρκετα στενό δεσμό μαζί τους.
Ενα άλλο θέμα ειναι οι αντιδράσεις αποχωρισμού. Το παιδί αρχίζει και σταθεροποιεί μεσα του την αίσθηση του αποχωρισμού . Την δέχεται δηλαδη. Αυτη η αποδοχή συμβαίνει παράλληλα με την ευχαρίστηση της μοιρασιάς διαφόρων δραστηριοτήτων και πραγμάτων με την μητερα και τον πατέρα καθώς και με αλλα παιδιά, οποτε η κοινωνικότητα εχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει. Αρχίζουν επισης να εμφανίζονται διαφορα νεύρα τα οποία δηλώνουν οτι κάποιος άλλος εχει γινει σημαντικός στην ζωη του νηπίου οπότε το νήπιο απομακρύνεται περισσότερο απο το μητρικό αντικείμενο. Ο φόβος απωλειας του αντικειμενου εχει στον αντίποδα του μιa αίσθηση μεγαλείου λέει η μαλερ και ειναι λογικό αφού αφού η συγκρουση μεταξύ του να γυρίσω στην συμβιωτική τροχιά όπου υπαρχει παντοδυναμία και στο να απομακρυνθώ για να προστατεύσω την αυτονομία μου, ειναι οι δύο πόλοι που σε μικρότερο η μεγαλύτερο βαθμό παραμένουν ως πυρηνικά στοιχεία της υπαρξης. Ενα άλλο στοιχείο ειναι οι απαρχές της ενσυναίσθησης. Τα συναισθηματα που αρχίζουν να εμφανίζονται στην φάση rapprochement ανήκουν σε έναν διευρυμένο ορίζοντα, νέων ανακαλύψεων και αισθήσεων. Και Μεσα από αυτα ενισχύεται η διαφοροποίηση και η αυτονομία. Στην προηγούμενη φάση practicing υπαρχει υπερδραστηριότητα και ανησυχία, τα οποία χρησιμοποιούνται σαν άμυνες εναντίον της λύπης για την απωλεια της συμβιωτικής σχέσης. Εδώ στην rapprochement η ανάγκη να έρθει κανεις αντιμέτωπος με τα αισθήματα θυμού λύπης, απογοήτευσης απο τη μητερα ή της συνειδητοποίησης ότι υπάρχουν όρια στις δυνατότητες καθώς και της σχετικής ανημπόριας να εχει πάντα βοήθεια κανεις στην ζωή, βάζουν το νήπιο στην θεση να ξεκινήσει να αισθανεται οτι αυτά ειναι υπαρκτά και στους άλλους αφού η κοινωνικότητα το βοηθάει να έρθει σε επαφή με άλλους.
Τέλος ενα σημαντικο στοιχείο της παρούσας φάσης ειναι η αρχή της ταυτοτητας του γένους. Ουσιαστικά η μαλερ επικεντρώνεται στην ανατομική ανακάλυψη του πέους και της έλλειψης του στα κορίτσια καθώς και στις περιγραφές των μητέρων οτι τα κορίτσια ως μωρά ειναι πιο απαλά απο τα αγόρια, πραγμα το οποίο δεν ηταν βέβαιο αν ανήκει στην φαντασιωσική σφαίρα της μητέρας ή αν εχει κάποια βιολογική βάση. Τα αγόρια έχουν κάνει την ανακάλυψη του πέους νωρίτερα αλλα ειναι αμφίβολο αν υπαρχει συναισθηματική επίδραση αυτης της ανακάλυψης κατα την περίοδο της ανακάλυψης. Τα κορίτσια μπαίνουν στην φαντασιωση της έλλειψης του πέους και θυμώνουν αγχώνονται και περιφρονούν. Γιαυτό φαίνεται στην μελέτη της μαλερ οτι ο αυνανισμός στα κορίτσια παίρνει μια απελπισμένη και επιθετική ποιοτική κατεύθυνση περισσότερο συχνά αποτι στα αγόρια.
Απο την άποψη της διαδικασίας αποχωρισμού εξατομίκευσης, η κύρια εργασία της 4ης υπο φάσης είναι διττή: 1) η κατακτηση μιας οριστικής ατομικότητας και 2) η επίτευξη σε ενα βαθμό σταθεροτητας του αντικειμενου.
Η εγκαθίδρυση της συναισθηματικής σταθερότητας του αντικειμενου εξαρτάται από την σταδιακή εσωτερίκευση μιας μόνιμης, θετικά επενδεδυμενης, εσωτερικής αναπαράστασης της μητέρας. Αυτη, επιτρέπει στο παιδί να λειτουργεί ξεχωριστά, ανεξάρτητα από τις διάφορες δυσφορίες και εντάσεις που μπορει να υπάρχουν στο περιβάλλον. Η συναισθηματική σταθερότητα του αντικειμενου θα βασιστεί πρώτα στις γνωστικές κατακτήσεις του μόνιμου αντικειμενου αλλά όλες οι άλλες περιοχές της υπο ανάπτυξη προσωπικότητας του παιδιου συμμετέχουν στην εξέλιξη αυτή. Η 4η φάση η οποία συμβαίνει στον τρίτο χρόνο ζωής ειναι εξαιρετικά σημαντικη για την ενδοψυχική ανάπτυξη του παιδιου διότι πρόκειται να συντελεστεί μία σταθερή αίσθηση οντότητας δηλαδή μία καθορισμένη με όρια εικόνα της ψυχοσωματικής του υπόστασης. Σταθεροποίηση επίλυσης της ταυτοτητας του γένους φαίνεται να λαμβάνει χώρα σε αυτη την υπο φάση αλλά η σταθερότητα του αντικειμενου υπαινίσσεται περισσότερα πραγματα από την ανοχή στην διατήρηση της αναπαράστασης της απουσίας του αντικείμενου αγάπης. Υπαινίσσεται την ενοποίηση του καλού και κακού αντικειμενου μεσα σε μια ολική αναπαράσταση. Αυτο σημαινει οτι τελείται συγχώνευση των επιθετικών και λιβιδινικων ορμών και μετριάζεται το μίσος για το αντικείμενο οταν η επιθετικότητα ειναι έντονη. Η άποψη της μαλερ για την λιβιδινική σταθερότητα του αντικειμενου ειναι οτι αυτη θα πρέπει να θεωρηθεί μεσα στα πλαίσια μιας ώριμης σχέσης με το αντικείμενο. Εχει μια ουσιαστική επίδραση στην μοίρα των επιθετικών και εχθρικών ορμών. Στην κατασταση της σταθερότητας του αντικειμενου, το αντικείμενο αγάπης δεν θα απορριφθεί και δεν θα γινει αντικείμενο ανταλλαγής, στην περιπτωση που δεν μπορεί να προσφέρει πλέον ικανοποίηση. Το αντικείμενο εχει ακομα την ιδιότητα να ειναι αντικείμενο λαχταρας και δεν απορρίπτεται απλώς και μονο επειδη δεν ειναι παρόν εκεινη τη στιγμή.
Η αργή εγκαθίδρυση της συναισθηματικής σταθερότητας είναι μια πολύπλοκη και πολυπαραγοντκή διαδικασία η οποία εμπεριέχει όλες τις εκφάνσεις της ψυχικής ανάπτυξης. Οι ουσιαστικοί προσδιοριστικοί παράγοντες οι οποίοι θα πρέπει να προϋπάρχουν ούτως ώστε να εγκαθιδρυθεί με ασφάλεια η αίσθηση της σταθερότητας, είναι: 1) η εμπιστοσύνη και η αυτοπεποίθηση οι οποίες προκύπτουν από την συστηματική ανακούφιση της έντασης η οποία παρέχεται από την φιγούρα που επιτελεί αυτές τις εργασίες στην συμβιωτική φάση. Στην πορεία των υπο φάσεων της διαδικασίας αποχωρισμού εξατομίκευσης αυτη η ανακούφιση της έντασης σταδιακά αποδίδεται στο ολόκληρο αντικείμενο που φέρνει την ικανοποίηση και κατόπιν διαμέσου της εσωτερικευσης μεταφέρεται στην εσωτερική αναπαράσταση της μητέρας 2) η γνωστική κατακτηση της συμβολικής εσωτερικής αναπαράστασης του μόνιμου και μοναδικού αντικειμενου: την μητερα (αυτός/ή που φροντίζει το μωρό). Πολλοί άλλοι παράγοντες εμπλέκονται στην διαδικασία όπως οι γονιδιακές καταβολές, η ιδιοσυγκρασία, ο βαθμός της ωριμότητας και ανάπτυξης του κινητικού συστήματος, η ανοχή στην ματαίωση κα στο άγχος, ο έλεγχος της πραγματικότητας, κτλ.
Μετα τον τρίτο χρόνο η μητερα μπορει να υποκατασταθεί, τουλάχιστον μερικώς, από την παρουσία μιας αξιόπιστης εσωτερικής αναπαράστασης και να μείνει σχετικά σταθερή ανεξάρτητα από την κατασταση των ενορμητικών αναγκών ή της εσωτερικής δυσφορίας. Σε αυτη τη βάση, ένας προσωρινός αποχωρισμός μπορεί να επιμηκυνθεί και να γινει ανεκτός. Η εγκαθίδρυση της μονιμότητας του αντικειμενου και μιας εσωτερικής εικόνας του αντικειμενου, ειναι αναγκαία αλλα όχι επαρκής προϋπόθεση για την λιβιδινική σταθερότητα του αντικειμενου. Υπάρχουν και άλλες εκφάνσεις των ορμών και της ωρίμανσης του εγώ οι οποίες λαμβάνουν χώρα στην αργή μετάβαση από την πιο πρωτόγονη αμφιθυμικη σχεση αγάπης η οποία υπάρχει οσο ικανοποιεί μια ανάγκη, στην πιο ώριμη μετα αμφιθυμικη διαδικασία της αμοιβαίας δοτικότητας και της αμοιβαίας κατάστασης λαμβάνειν. Στους 18-20 μήνες αρχίζει αμυδρά να εγκαθιδρύεται η κατασταση της μονιμότητας ή αλλιώς σταθερότητας του αντικειμενου. Μια ενδιαφέρουσα μελέτη του Bell (1970) δείχνει οτι τα νήπια που έχουν αρμονική σχεση με την μητερα τους, αναπτύσσουν αίσθηση σταθερότητας ως προς το πρόσωπο και όχι ως προς το αντικείμενο, σε αντίθεση με τα νήπια που η σχεση τους με την μητερα τους δεν ειναι τοσο αρμονική. Επισης η μαλερ λέει οτι η παρουσία έντονων λιβιδινικων και επιθετικών δεσμών προς το αντικείμενο μπορεί να καταλήξει σε μικρότερου βαθμού αίσθηση της μονιμότητας του αντικειμενου. Τα τελευταία δείχνουν το πόσο πολύπλοκη ειναι η διαδικασία της λιβιδινικής επένδυσης. Σε γενικές γραμμές ομως η αίσθηση της μονιμότητας του αντικειμενου ειναι επαρκώς μόνιμη στο φυσιολογικό παιδί των τριών ετών. Η τελευταία φάση της διαδικασίας αποχωρισμού εξατομίκευσης ειναι ανοιχτη στο τέλος της και σχετίζεται με όλη την δυναμική η οποία προέκυψε κατα την διάρκεια των προηγούμενων φάσεων.
*Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου χωρίς την έγγραφη άδεια του συγγραφέα
Δείτε επίσης: Υπερπροστατευτικότητα
Η διαδικασία της ψυχοθεραπείας απαιτεί δέσμευση, αφοσίωση και απευθύνεται μόνο σε όσους βλέπουν σοβαρά οτι χρειάζεται να αλλάξουν τη ζωή τους. Αν σκέφτεστε να ξεκινήσετε αυτό το ταξίδι, καλέστε με στο 211 71 51 801 για να κλείσετε ένα ραντεβού και να δούμε μαζί πώς μπορώ να σας βοηθήσω.
Μιχάλης Πατεράκης
Ψυχολόγος Ψυχοθεραπευτής
University Of Indianapolis
Δέχομαι κατόπιν ραντεβού
Καρνεάδου 37 Κολωνάκι (δίπλα στον Ευαγγελισμό)
Τηλ: 211 71 51 801
www.mixalispaterakis.gr
www.psychotherapy.net.gr