«Οχι, οχι, δεν πέθανες»
Το φαινόμενο της άρνησης μεσα απο την ψυχαναλυτικη σκέψη.
Ακολουθεί ενα μικρό κείμενο κάπως ποιητικά δοσμένο, περισσοτερο γιατι η ποίηση μπορει να συνδράμει εδω την ψυχαναλυτικη σκέψη, το οποιο αφορά στην άρνηση να δεχτεί κανεις το θανατο αγαπημένου προσώπου. Δείχνει ποσο πραγματικά δύσκολο ειναι να δεχτεί κανεις τον θανατο -οχι με την νοητική λειτουργία- αλλα διατηρώντας την λειτουργία της σύνδεσης. Πόσο δύσκολο ειναι να πιστέψει ο ανθρωπος την εξαφάνιση του ανθρώπου και ποσο απίστευτο μπορει να φαίνεται αυτο. Επισης το κείμενο δείχνει οτι η προσπάθεια να κρατήσω ζωντανό τον αποθανόντα απεικονίζεται σε μια λυσσαλέα ψυχικη μάχη όπου ο κανιβαλισμός κατεχει ιδιαίτερη θεση, και η ενσωμάτωση των λειτουργιών του αποθανόντος εξίσου ιδιαίτερης σημασίας θεση. Τίτλος του κειμένου ειναι «οχι, οχι δεν πέθανες».
«Οχι οχι, δεν πέθανες»
«» Υπαρχει μια στιγμη στην ζωη του ανθρώπου, οταν ειναι πολυ πολυ μικρός ακομα, νεογνό, όπου τα πάντα γύρω ειναι ασαφή. Δεν ειναι δηλαδή καθορισμένα. Δεν εχουν περίγραμμα. Εχουν ομως διάφορα αλλα χαρακτηριστικά. Εχουν, φως, εχουν μυρωδιές, εχουν δερματική επαφή απο την μητερα, εχουν ήχους, εχουν απαλό κούνημα (σαν απο αυτες τις καρέκλες με τα κυρτα πόδια, που πηγαίνουν περα δώθε άμα κάτσεις επανω τους), εχουν ζεστό χάιδεμα. Αυτο το σύνολο των πραγμάτων, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε: επικοινωνία. Ειναι τα βασικά χαρακτηριστικά της επικοινωνίας του νεογνού με την μητερα του. Κι επειδή αυτα τα χαρακτηριστικά δινονται απο μια σταθερή μητερα, εχουν μεσα συναίσθημα αγάπης-φροντίδας (δηλαδή ειναι θερμά), και επειδή επαναλαμβανονται συνεχώς χωρις να λείπουν (δηλαδή κανουν τη σχεση συχνή οποτε και στενή), γι αυτους τους λόγους δημιουργείται κάτι μεταξύ των δυο. Ενας δεσμός. Ισχυρός. Αυτο τον δεσμό τον ονομάζουμε «σύνδεση».
Εχω σύνδεση μαζι σου και αισθάνομαι οτι μπορω και επικοινωνώ. Με καταλαβαίνεις, με αντέχεις, μου δίνεις και σου δίνω. Και κατι να παει λίγο στραβά, λίγο να με ξεχάσεις μια στιγμη, θα σου θυμωσω μα παλι θα βρούμε μαζι τον τροπο να ειμαστε στη σταθερή θερμή στενή σχεση επανω στην οποια βασίζεται η «σύνδεση» μας την οποια αναφέραμε προηγουμένως.
Αν λείψεις για λίγο ειναι δύσκολα τα πράγματα αλλα σε περιμένω. Αν ομως λίγο περισσοτερο λείψεις και δεν έρχεσαι, ανησυχώ. Κι αν περνά ο χρόνος αρκετα μεσα μου χωρις εσενα, φοβαμαι πως θα χαθω, κι ύστερα αν δεν έρχεσαι τελείως θυμώνω, κι αν ποτέ δεν ήρθες πια, θρηνώ. Αυτη τη «μη εμφανιση» κοιτάξετε ποσο ωραια την περιγράφει ο ποιητής (λειβαδιτης):
«Συνέβη χωρὶς ποτὲ νὰ καταλάβω πῶς — ἡ μητέρα εἶχε πονοκέφαλο,
……θυμᾶμαι, καὶ μ᾿ ἔστειλαν στὸ φαρμακεῖο,
στὸ γυρισμό, εἶναι ἡ ἀλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα ἕναν γέρο,
……τρόμαξα μὲ μιὰ πέτρα δύο πουλιὰ
κι ὥσπου νὰ στρίψω πάλι τὸ δρόμο
οὔτε σπίτι, οὔτε νεότητα πιά.»
Παει χάθηκαν ολα. Έφυγες η πέθανες, το ίδιο ειναι. Μεσα μου χάθηκες. Κι απόμεινα μόνος. Και τωρα χωρις εσενα ο κοσμος ειναι πιο φτωχός. Γιατι είχαμε την σύνδεσή
μας, που τωρα θα προσπαθώ να ανάσύρω απο τα συντρίμμια της μνήμης. Κι οταν σε ειδα στο φέρετρο ηθελα να έρθω μαζι σου, κι ύστερα να σε κομματιασω για να σε βάλω μεσα μου να σε εχω κοντα μου, να μη μου φύγεις γιατι η σύνδεση που ήξερα πως νιώθεις οταν κανεις την γκριματσα σου κι εσύ πως νιώθω εγω οταν γκρινιάζω, ηταν που μας ένωνε. Είχες καταλάβει σαν μητερα κι εγω το ίδιο εσενα. Κι ηθελα να μάθω να κουνώ τα χέρια μου σαν κι εσενα και να σουφρώνω τα χείλη μου σαν κι εσενα, να σε εχω ετσι στα χέρια μου και στα χείλη μου μεσα στο δέρμα μου που δε θα βγεις ποτέ, κι ετσι δε θα χαθεί η σύνδεση μας, μα θα τη νιώθω μεσα στο δέρμα μου.
Κι ενώ έφυγες και πέρασε καιρος, και μηνες, και τα χιονιά διαδέχτηκαν τα καλοκαίρια κι ύστερα τα φύλλα του φθινοπώρου ειδα να πέφτουν ξανα και ξανα, κι έλεγα «πέθανες» «λυπάμαι», ομως εκεινη τη στιγμη ξεπηδούσε η φαντασίωση μεσα μου να βρεθεί λέει βρε παιδι μου, να, σημερα αυριο, μια μεθοδος, να σε ξεθάψω και να σου φτιάξουν τους ιστούς σου και τους μύες σου και το νευρικό σύστημα σου και να σε ξαναδώ στο σώμα σου μεσα, κι αυτο που εχω μεσα μου να το δω έξω μου, εσένα να δω και να μιλήσουμε και να σου μιλήσω για το ποσο λυπήθηκα που πέθανες και ποσο χαίρομαι που τωρα γύρισες.
«Οχι οχι, λοιπόν, δεν πέθανες» δεν μπορει να πέθανες που φτιάχναμε μαζι τα χρώματα και τους ήχους και το χάιδεμα και το κούνημα και το φως και τη μυρωδιά και τη δερματική επαφή. Κι υστερα μιλούσαμε και με καταλάβαινες και σε άκουγα κι εδινες και επαιρνες κι έδινα κι έπαιρνα. «Οχι, οχι» » δε μπορει να πέθανες» κι ας σε εχω θάψει στον τάφο σου» λυπάμαι για ολα αυτα. Ποσο λυπάμαι για ολα αυτα…»”
Η άρνηση του θανατου, ειναι ασυνείδητη. Θα δείτε ανθρώπους να λένε με μεγαλη βεβαιότητα ποσο εχουν δεχτεί τον θανατο, ομως τα ονειρά τους, τα λόγια τους, η στάση τους απέναντι στο θεμα του τέλους (η μανιώδης αποφυγή του θέματος με καλυμμένο τροπο) μονο το αντίθετο προδίδουν. Δεν μπορούμε να το καταλάβουμε εύκολα οτι αρνούμαστε. Πειθουμε τον εαυτο μας οτι η διαδικασία έγινε, μα πολλές φορές δεν εχουμε προχωρήσει ουτε πόντο. Σε κάποιες περιπτωσεις η διαδικασία του πένθους δεν εχει κάν ξεκινησει ουτε μετα απο χρονια. Η φύση της ζωης εμπεριέχει την εξαφανισή της κι αυτο ειναι ενα γεγονός το οποιο δύσκολα μπορει να γίνει αποδεκτό σε όλη του την έκταση. Σε αυτο το σημείο θα μπορουσε κανεις να θέσει το ερώτημα: «και γιατι να αποδεχτώ το θανατο; Αφου ειναι τοσο δύσκολο κι αφου δε μπορω να το αποφύγω, γιατι να ασχοληθώ με το ζητημα;» Νομιζω οτι υπάρχουν δυο βασικοί λόγοι για να ασχοληθεί κανεις με το ζητημα. Ο πρώτος ειναι οτι η άρνηση δημιουργεί συμπτωματολογία ψυχικης φύσεως η οποια με την σειρα της εμποδίζει σοβαρά το άτομο να ευχαριστηθεί την ζωη του και ο δεύτερος λόγος ειναι γιατι ο θανατος αποτελεί μια πραγματικότητα η οποια είναι μεσα στη ζωη.